«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο είς Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης» (Λουκ. 18, 10)
«Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στον ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης»
Υπάρχουν
τα ασήμαντα και τα σημαντικά στην ζωή μας. Οι άνθρωποι, ιδίως στους
καιρούς μας, διακρίνουμε στην ζωή μας ό,τι αξίζει του ενδιαφέροντός μας,
πράγματα υλικά, ιδέες, στόχοι, σχέσεις, και ό,τι είναι δευτέρας
σημασίας, ό,τι δηλαδή είτε δίνει νοστιμιά στην ζωή μας είτε είναι
αναγκαίο , χωρίς να της δίνει όμως νόημα. Ο πολιτισμός μας σήμερα,
έχοντας αντικειμενοποιηθεί ως προς τους στόχους που δίνουν ευτυχία,
ασχολείται με το «ΤΙ» και το «ΠΩΣ» μπορούμε να το αποκτήσουμε ή να το
αποφύγουμε. Είναι γεγονός όμως ότι όλη αυτή η αντικειμενοποίηση,
η οποία έχει περάσει και στον τομέα των ανθρώπινων σχέσεων, έχει
μεταβάλει και τους ανθρώπους, με τους οποίους σχετιζόμαστε, σε
αντικείμενα, διά των οποίων είτε επιδιώκουμε την προσωπική μας
ευχαρίστηση, χρησιμοποιώντας τους, είτε αποφεύγοντας τις συνέπειες των
επιρροών τους, καθότι τους θεωρούμε ως εχθρούς, προχωρούμε στην ζωή μας
χωρίς να μας ενδιαφέρουν. Σημαντικό είναι αυτό το «ΤΙ» που μας ωφελεί.
Αφήνουμε κατά μέρος όμως το
«ΚΑΠΟΙΟΣ», την μοναδική αξία του ανθρώπου ως υποκειμένου, πέρα από
αγαθά, πράξεις, ιδέες. Δεν βλέπουμε δηλαδή ότι ο καθένας, ανεξαρτήτως
του «ΤΙ» έχει να μας δώσει, είναι σημαντικός γι’ αυτό
που είναι, μοναδική εικόνα Θεού, στην σχέση με την οποία καταλαβαίνουμε
ποιοι είμαστε, αλλά και πώς η ζωή μας μπορεί να βρει νόημα χωρίς να
μετράμε το τι πρέπει α κάνουμε και τι να αποφύγουμε, αλλά το πώς
καλούμαστε να συνυπάρξουμε και να αποδεχτούμε. Διότι εδώ έγκειται αυτό
που ονομάζουμε κοινωνία.
Η
πίστη μας ζει αυτές τις μεγάλες αλήθειες και μας καλεί να τις βιώσουμε,
διαμορφώνοντας μία διαφορετική αντίληψη σε σχέση με αυτή του πολιτισμού
μας εν πράξει. Το διαπιστώνουμε αυτό κατά την περίοδο του Τριωδίου. Στο
ξεκίνημά της ο Χριστός αφηγείται την παραβολή του Τελώνου και
Φαρισαίου. Ένας άνθρωπος που έχει εστιάσει το νόημα της ζωής του στο
«ΤΙ» κάνει και, κατά συνέπεια, θεωρεί ότι είναι σημαντικός και για τον
Θεό και για τους ανθρώπους, ενώ δικαιούται να απορρίπτει έναν άλλον, ο
οποίος στα «ΤΙ» του όχι μόνο δεν τα καταφέρνει, αλλά αντιτίθεται στις
εντολές του Θεού. Κι όμως, ο απορριφθείς δικαιώνεται από τον Θεό.
Συνειδητοποιεί ότι αυτό το «ΤΙ» τον
καθιστά ανεπαρκή έναντι του Θεού, όμως μέσα του δεν χάνει το νόημα.
Είναι η σχέση με τον Θεό, η συναίσθηση ότι ακόμη και ως αμαρτωλός δεν
παύει να είναι δημιούργημα του Θεού και σε Εκείνον έχει την ελπίδα του. Ο
Θεός του δίνει την μοναδικότητα του «ΚΑΠΟΙΟΣ», του δίνει την ευκαιρία
να ξεκινήσει και πάλι την ζωή του, να συγχωρεθεί και να λυτρωθεί, να
ξεκινήσει στην συνέχεια τον αγώνα ώστε και αυτό το «ΤΙ» να αλλάξει με
βάση την σχέση με τον Θεό και τον πλησίον.
Διότι
εκεί βρίσκεται η αμαρτία του τελώνη. Στην πρόταξη του «εγώ» του και την
έγνοια του για το «ΤΙ» των αγαθών. Και ο τελώνης αυτό έχει ως
προτεραιότητα. Μόνο που ο Φαρισαίος το βλέπει στην προοπτική των εντολών
του Θεού, αρνούμενος όμως την σχέση με τους άλλους ανθρώπους, την οποία
ο Θεός την ζητά ως αγάπη, ως συγκατάβαση, ως συγχώρεση γι’ αυτό
που δεν μπορούν να είναι. Ο τελώνης αρνείται την σχέση του με τους
άλλους ανθρώπους, θεωρώντας τους ως αντικείμενα προς εκμετάλλευσιν. Μέσα
του όμως νιώθει τον έλεγχο της παρουσίας του Θεού. Συναισθάνεται την
αμαρτωλότητά του. Και αφήνει τον εαυτό του, το «εγώ» του στα χέρια του
Θεού, όχι για να δικαιωθεί αλλά για να λυτρωθεί.
Ο
Φαρισαίος είναι ο τύπος του θρησκευτικού ανθρώπου που πάσχει από την
ίδια ασθένεια με αυτήν του τελώνη, χωρίς να το ξέρει. Εγωκεντρικός,
υπερήφανος, νομίζει ότι ο Θεός θα συγκινηθεί από τα κατορθώματά Του και
δεν Τον χρειάζεται για να γίνει «ΚΑΠΟΙΟΣ». Ο τελώνης είναι ο τύπος του
εκκοσμικευμένου ανθρώπου, που δεν έχει χάσει όμως την αίσθηση ότι τα
«ΤΙ» του δεν επαρκούν για την ευτυχία του. Η ταπείνωση, τα δάκρυα , η
προσευχή και, τελικά, η μετάνοιά του τον σώζουν, ενώ ο άλλος
κατακρίνεται.
Ας
κατανοήσουμε ότι «ΚΑΠΟΙΟΙ» γινόμαστε όχι χάρις στα επιτεύγματα, τα
αγαθά μας, διότι αυτά έρχονται και παρέρχονται, ενώ μας ρίχνουν και στην
υπερηφάνεια. «ΚΑΠΟΙΟΙ» είμαστε και γινόμαστε επειδή ο Θεός μας έπλασε
μοναδικούς και την ίδια στιγμή μας δίνει την δυνατότητα εν Χριστώ και εν
Εκκλησία, στον τρόπο της συμπερίληψης και των αδελφών μας, στον τρόπο
της αγάπης, στον τρόπο της ταπείνωσης, της μετάνοιας, της εναπόθεσης της
ύπαρξής μας στα χέρια του Θεού, να βρούμε την ελπίδα! Μικρά ζύμη στο
φύραμα του πολιτισμού μας, που δείχνει πως κανείς δεν είναι ασήμαντος,
πως ό,τι κι αν έχουμε, ό,τι κι αν είμαστε, εν Χριστώ γίνεται καινούργιο,
αν αφεθούμε!