Σέρνει
τα βήματά του προς τον ναό. Άλλη μια μέρα προσμονής. Από τότε που
άκουσε την φωνή να του λέει ότι δεν θα φύγει αν δεν κρατήσει στα χέρια
του Αυτόν που περιμένει κι ο ίδιος κι όλος ο κόσμος, μετρά τα βήματά του
αργά και τα συνδέει με την προσμονή: «να ‘ ναι σήμερα;». Μια δεύτερη
φωνή τού λέει μέσα του: « αν είναι σήμερα, μαζί Του θα φύγεις για πάντα
για το άγνωστο. Θα πας σε μια χώρα στην οποία Αυτός που
θα αγκαλιάσεις δεν θα σε περιμένει, γιατί θα μείνει πίσω, για να κάνει
το έργο Του. Είσαι εδώ κι Αυτός στο αλλού. Θα πας στο αλλού κι Αυτός θα
μείνει εδώ. Μόνη σου παρηγοριά η στιγμή. Τι να την κάνεις, αφού ο
θάνατος θα σε καταπιεί κι Εκείνος δεν θα μείνει μαζί σου για να σε
παρηγορήσει; Καλός κι αυτός ο Θεός σου, συμφέρον δεν έχεις απ’ Αυτόν, κρίμα την υπηρεσία».
Προχωρά.
Εισέρχεται στον ναό. Τον χαιρετούν όλοι με σεβασμό. Είναι ο γέροντας.
Τους κάνει εντύπωση που έρχεται για την εφημερία του. Άλλοι στην θέση
του ξεκουράζονται. Περιμένουν το τέλος με ηρεμία. Μοιράζονται τις
στιγμές με τους δικούς τους. Τελευταίες χαρές. Εκείνος όμως επιμένει. Η
φωνή του έδωσε το μήνυμα. «Δεν θα φύγεις, αν δεν κρατήσεις Αυτόν που
περιμένει όλος ο κόσμος». Και ο γέροντας μετρά τα βήματά του, φτάνει στο
ιερό, ξεκινά το «Ελέησόν με ο Θεός» και δέχεται τους ανθρώπους. «Μια
προσευχή, γέροντα, για το παιδί μου». «Μια προσευχή για τον άντρα μου
που είναι άρρωστος». «Μια προσευχή, γέροντα, για τον πατέρα μου». «Μια
προσευχή, γέροντα, για τον εχθρό μου».
Ταπεινά
βαδίζει προς τον ναό. Κρατά στα χέρια της το αγοράκι της. Σαράντα
μέρες, όλες γεμάτες από μνήμες. Ήρθε η ώρα σε έναν τόπο, όπου δεν κάμαρη
δεν υπήρχε, ούτε για την επίτοκο. Ήρθε
η ώρα σε έναν τόπο όπου εκατοντάδες άνθρωποι της έλεγαν «Τι μας
νοιάζει; να περιμένεις την σειρά σου». Είδε να βγαίνει από τα σπλάχνα
της η Ζωή ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά. Μόνη της τον έντυσε με τα
σπάργανα που κουβαλούσε μαζί της για την ώρα εκείνη. Ο συγγενής της,
άνθρωπος γεμάτος υπομονή κι αγάπη, που διακριτικά την είχε στο πλάι του,
έτσι ώστε να μην νιώσει κανείς ότι το παιδί ήταν κλεψίγαμο, αφού ήξερε
ότι ήταν του Θεού, βοήθησε ώστε το νεογέννητο να μπει στο παχνί. Και την
ώρα που μάνα και βρέφος ξεκουράζονταν μετά από το πρώτο κλάμα, το
κορίτσι έζησε. Τις φωνές από τον ουρανό να ψάλλουν «Δόξα», τους απλούς
στην καρδιά και στους τρόπους βοσκούς να της προσφέρουν ψωμί, γάλα και
λίγο φρεσκομαγειρεμένο κρέας για να πάρει δύναμη, τους άλλους, τους
παράξενα ντυμένους σοφούς, να προσκυνούνε το παιδί της και να Του
προσφέρουν δώρα μοναδικά.
Προχωρά.
Εισέρχεται στον ναό. Και θυμάται. Τον ιερέα την όγδοη ημέρα που έκανε
το έθιμο της περιτομής και προσευχήθηκε για τον γιο της. Θυμάται όλα όσα
έγιναν από τότε που η ίδια κατάλαβε
τον εαυτό της και ήρθε πρώτη φορά εκεί, στον ναό όπου έφερε τώρα το δικό
της παιδί. Μία ζωή τόσο γεμάτη, που μόνο η σιωπή της καρδιάς μπορούσε
να περιγράψει το μυστήριο. Κι ένα χαμόγελο στο κοίταγμα του βρέφους,
μόνο όπως μια μάνα ξέρει να χαμογελά στο σπλάχνο της.
Προχωρά.
Δίπλα της ο συγγενής της κρατά ένα ζευγάρι τρυγόνια κι ένα ζευγάρι
περιστέρια, για να τα δώσει στον γέροντα. Και εκείνη, καθώς θαρρετά
πλησιάζει τον εφημέριο, μέσα της
συζητά με το παιδί της. «Μια προσευχή, Υιέ και Θεέ μου, για τον γέροντα
αυτό». «Μια προσευχή, Υιέ και Θεέ μου, γι’ αυτόν
που οι άνθρωποι νομίζουν πατέρα σου ως ευχαριστώ». «Μια προσευχή, Υιέ
και Θεέ μου, για τον κόσμον όλον, που δεν ξέρω πώς κι αν θα σε δεχτεί».
«Μια προσευχή, Υιέ και Θεέ μου, για μένα, που πρέπει να ξαναγυρίσω στην
Βηθλεέμ, γιατί η απογραφή δεν τελείωσε και φοβάμαι λίγο».
«Δικό σου;», της λέει ο γέροντας. «Του κόσμου όλου», απαντά το κορίτσι. Και
τότε ο γέροντας το’ νιωσε βαθιά στα σπλάχνα του. «Ήρθε η ώρα». Και μέσα
του είπε: «το δικό μου ταξίδι στην χώρα από όπου λείπεις δεν με
νοιάζει. Αρκεί που σε παίρνω στα χέρια μου τα τρεμάμενα από χαρά και
δέος. Δεν ξέρω πότε θα έρθεις να με βγάλεις από το σκοτάδι, αλλά Εσύ
είσαι η Χώρα των Ζώντων. Τώρα σε παίρνω αγκαλιά εγώ. Σου παραδίδω όμως
την ψυχή μου, για να την πάρεις αγκαλιά στο δικό σου ‘για πάντα’. Σ’ αυτό της αγάπης που νικά τον χρόνο και τον θάνατο. Σ’ αυτό που είναι Φως. Δόξα. Ρήμα Αιωνιότητας». Του’ ρθε
να ρωτήσει το κορίτσι. Μα το δάκρυ που λαμπύρισε στα μάτια του τον
έκανε μόνο ν’ απλώσει την αγκαλιά του. Το κορίτσι άφησε το βρέφος στα
τρεμάμενα χέρια του γέροντα. Κι εκείνη την στιγμή αυτός που έφευγε
κράτησε στα χέρια του τον ουρανό. «Ο ων, ο ην και ο ερχόμενος»
χαμογέλασε τρυφερά, παιδιάστικα. «Γέρων κεκμηκώς κατέχει εν χερσί τον
επιβλέποντα προς την γην και ποιούντα αυτήν τρέμειν».
Μία στιγμή δίνει το «για πάντα»!