«Ὅλοι ὅσοι τὰ εἶδαν αὐτὰ διαμαρτύρονταν κι ἔλεγαν ὅτι πῆγε νὰ μείνει στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ»
Οι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν επιλέξει η πίστη να είναι σημαντική στη ζωή τους, αρέσκονται σε διαμάχες. Η εορτή των Τριών Ιεραρχών στις 30 Ιανουαρίου είναι μία απόδειξη τού πώς αυτές οι διαμάχες μπορούν να διχάσουν την Εκκλησία.
Τρεις παρατάξεις είχαν δημιουργηθεί στην Κωνσταντινούπολη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού (1081-1118). Λόγιοι, κατηρτισμένοι στα ζητήματα της πίστης και ζηλωτές της αρετής μάλωναν για το ποιος από τους τρεις μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήταν ανώτερος από τους άλλους. Η διαμάχη εξαπλώθηκε σε όλον τον λαό της Κωνσταντινούπολης και, αντί να ευνοείται η αφοσίωση στους αγίους, προκλήθηκαν ταραχές, διαφωνίες και φιλονικίες χωρίς τέλος ανάμεσα στις τρεις παρατάξεις.
«Μια νύχτα τότε οι Τρεις Ιεράρχες εμφανίστηκαν, αρχικά ένας ένας και ύστερα και οι τρεις μαζί, σε όνειρο του Μητροπολίτη Ευχαΐτων, και μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννη Μαυρόποδα και του είπαν να μεσολαβήσει ώστε να σταματήσουν οι ανόητες διαμάχες, λέγοντάς του: ,,δεν υπάρχει πρώτος και δεύτερος και τρίτος ανάμεσά μας, και αν καλέσεις τον έναν, πάραυτα θα παρουσιασθούν και οι δύο άλλοι. Γι’ αυτό πρόσταξε όσους φιλονικούν, να μην προξενούν διαιρέσεις στην Εκκλησία εξαιτίας μας, αφού, όσο βρισκόμασταν εν ζωή, όλες μας οι προσπάθειες αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της ενότητας και της ομόνοιας στον κόσμο’’. Ο Πατριάρχης, καθ’ υπόδειξιν των αγίων, συνέθεσε την ακολουθία τους, συγκέντρωσε τον λαό, αποκάλυψε τα λόγια των αγίων και καθιέρωσε, με την σύμφωνη γνώμη του αυτοκράτορα, την 30ή Ιανουαρίου ως ημέρα γιορτής και των τριών αγίων, δείχνοντας ότι με την εορτή αυτή τιμούμε το όλο έργο διδασκαλίας και φωτισμού του νου και της καρδιάς των πιστών διά του λόγου, το οποίο επιτελείται διαμέσου των αιώνων στην Εκκλησία. Η εορτή των Τριών Ιεραρχών είναι επομένως ο συνεορτασμός όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, όλων αυτών των προτύπων ευαγγελικής τελείωσης, τους οποίους ανέδειξε το Άγιο Πνεύμα από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο, για να είναι νέοι Προφήτες και νέοι Απόστολοι, οδηγοί των ψυχών προς τον Ουρανό, παρηγορητές του λαού και πύρινοι στύλοι προσευχής, στήριγμα και εδραίωση της Εκκλησίας στην αλήθεια» («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τόμος πέμπτος).
Οι διαμάχες αυτές δείχνουν και το τι υπέστη ο Χριστός στην επί γης παρουσία Του. Ο λόγος του ιερέα και προφήτη Συμεών κατά την Υπαπαντή ότι θα είναι «σημείον αντιλεγόμενον» φάνηκε σε πολλές περιπτώσεις. Μία από αυτές ήταν και η απόφαση του Κυρίου να επισκεφθεί το σπίτι του αμαρτωλού τελώνη της Ιεριχούς Ζακχαίου, ο οποίος επέδειξε έμπρακτη μετάνοια. Όλοι οι παρόντες στην ανακοίνωση από τον Χριστό της απόφασής Του να μείνει στο σπίτι του Ζακχαίου διαμαρτύρονταν, γκρίνιαζαν, απέρριπταν τον Χριστό. Έκριναν με δικά τους κριτήρια, χωρίς να βλέπουν την αγάπη του Κυρίου για έναν άνθρωπο που μετανόησε ειλικρινά και έμπρακτα. Συνήθως οι άνθρωποι κρίνουμε επιφανειακά, με βάση τις προτιμήσεις μας, με βάση τον χαρακτήρα μας, με βάση, κάποτε, τις εντυπώσεις που έχουμε. Βλέπουμε όμως πως ο Χριστός κρίνει με βασικό κριτήριο την καρδιά του ανθρώπου και γι’ αυτό τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα πρόσωπα που πιστεύουν, όταν φυσικά δεν πρόκειται για θέματα που μας βγάζουν από την αλήθεια και την σωτηρία, χρειάζεται να τα βλέπουμε με αγάπη και στην προοπτική της ενότητας και όχι της διαίρεσης. Διότι ο Χριστός ήρθε για να σώσει το απολωλός, δηλαδή να εντάξει τον κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως των θέσεων και των προτιμήσεών του, στην Εκκλησία, δηλαδή ακριβώς στον τρόπο της ενότητας και της αγάπης. Όσοι διασπούν αυτόν τον τρόπο, δεν ακολουθούν ούτε τον Χριστό, ούτε τους αγίους. Και διάσπαση δεν είναι ανάγκη να είναι επίσημη. Ο χωρισμός των καρδιών, ο θυμός, η κακία, η απόρριψη του άλλου ήδη μάς έχουν οδηγήσει σε διχασμό.
Ο Χριστός ήρθε για να μας δώσει την εσωτερική ενότητα, την ενότητα της καρδιάς μας, διότι η διάσπαση ξεκινά από τον εαυτό μας. Όποιος αισθάνεται την ανάγκη να αποδείξει στους άλλους ότι είναι ανώτερος, διότι μέσα του θέλει να αυτοβεβαιωθεί, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα είναι ξεχωριστός, δεν έχει την ταπείνωση που να τον κάνει να συνυπάρχει, να χαίρεται με την χαρά της προόδου των άλλων, με την μετάνοια και τον αγώνα τους. Γι’ αυτό και οχυρώνεται πίσω από μερίδες και ομάδες που επικαλούνται πρόσωπα που ξεχώρισαν και ξεχωρίζουν, για να καλύψει την δική του διάσπαση, το δικό του εσωτερικό κενό.
Αυτό συμβαίνει σήμερα και με ανθρώπους που ακολουθούν «γέροντες», «γερόντισσες», δήθεν «πεφωτισμένους και πεφωτισμένες», και λειτουργούν διασπαστικά, αρνούμενοι την ενότητα και την αγάπη. Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών μαζί, σε συνέχεια της κίνησης του Χριστού να διακηρύξει την σωτηρία και την επανένταξη στην κοινωνία με τον Θεό ενός αμαρτωλού που μετανόησε, είναι σημείο που δεν πρέπει να λανθάνει της προσοχής μας. Κι αυτός ας είναι ο δρόμος της καθημερινότητάς μας, όχι μόνο σε ζητήματα της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά και της σύνολης πορείας μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός