Η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, εορτή που όχι μόνο δεσπόζει, αλλά και ομορφαίνει το καλοκαίρι της χριστιανοσύνης, είναι μία υπόμνηση ότι έχουμε εγγύηση αιώνιας ζωής και αθανασίας. Όσοι πιστεύουμε στην Ανάσταση του Χριστού και στην Ανάληψή Του στους ουρανούς, είμαστε βέβαιοι ότι κι εμείς θα αναστηθούμε, διότι η φύση μας έχει προσληφθεί και βρίσκεται πλήρης, δίχα αμαρτίας μόνο, στο Θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, αγιασμένη, νικήτρια του θανάτου και προσδοκούσα την ανάσταση της σύνολης ύπαρξής μας, δηλαδή και του σώματος κατά την Δευτέρα Παρουσία. Εγγύηση αυτής της βεβαιότητας είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Το σώμα της μετέστη στους ουρανούς, ως σημείο αιώνιας ζωής. Και ο θάνατός της καλείται κοίμηση, όπως ο θάνατος κάθε ανθρώπου, διότι, έστω και κατ’ ολίγον, βίωσε το σημείο αυτό της λύσης της ύπαρξης από τα δεσμά του χρόνου και της φθοράς, χωρίς όμως να χρειαστεί να περάσει από την διαδικασία που περνούν όλα τα σώματα, της επιστροφής στην γη, της αποσύνθεσης, της προσμονής της ανάστασης.
Η αξιοπιστία είναι ζητούμενο στις ανθρώπινες σχέσεις. Όσο κι αν εμπιστευόμαστε ένα πρόσωπο για ό,τι μας λέει και μας υπόσχεται, μάς χρειάζεται και μία έμπρακτη ένδειξη ότι όσα λέγονται, θα τηρηθούν. Και η Παναγία γίνεται η αφετηρία της πορείας προς την ανάσταση, με την μετάστασή της στους ουρανούς. Αποδεικνύει έτσι πρώτη ότι ο λόγος του Χριστού ότι «αυτός είναι η ανάσταση και η ζωή και όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, κι αν πεθάνει, θα ζήσει» (Ιωάν. 11, 26), δεν είναι διδασκαλία μόνο, αλλά και εμπειρία. Γι’ αυτό και σε κάθε δοκιμασία της ζωής μας, αλλά και σε κάθε προσδοκία μας, απευθυνόμαστε στην Υπεραγία Θεοτόκο ζητώντας την να αγκαλιάσει τον πόνο και τις αγωνίες μας και να γίνει για μας η ελπίδα των απελπισμένων.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οποίος βρίσκεται σε σύγχυση όντας ανάμεσα στον ορθολογισμό όσον αφορά στον Θεό και στην εναπόθεση των ελπίδων στον εαυτό του και στα επιτεύγματά του, με ένα αίσθημα άτρωτου που γίνεται μεταθανάτιος μηδενισμός, δεν μπορεί να διανοηθεί την δύναμη της προσευχής στην Υπεραγία Θεοτόκο. Κάθε επιστροφή στην αγκαλιά της μάνας σήμερα, μολονότι κατά βάθος επιθυμητή, θεωρείται παλιμπαιδισμός. Ζητούμε τον απογαλακτισμό μας από ό,τι μας έθρεψε πνευματικά, με την ειρωνεία ότι αυτό είναι του «χτες». Δεν βλέπουμε όμως ότι η Παναγία , ως η μητέρα της ζωής, παρακολουθεί την πορεία των παιδιών της, όχι παρεμβαίνοντας επιτακτικά, αλλά παραμένοντας διαθέσιμη διακριτικά, έτοιμη να ανοίξει την αγκαλιά της, να γίνει λιμάνι στο οποίο θα ξαποστάσουμε όχι για να αράξουμε για πάντα, μα για να εφοδιαστούμε με τα πολύτιμα: την πίστη, την αγάπη, την ελπίδα, το θάρρος για ένα νέο ξεκίνημα.
Κάποτε χρειαζόμαστε κι άλλο ένα δώρο: αυτό της γόνιμης υπομονής. Όχι της μαγικής προσδοκίας ότι τα πράγματα θα αλλάξουν, αλλά της νοηματοδότησής τους, της γόνιμης αυτοκριτικής μας, της βεβαιότητας ότι δεν είμαστε μόνοι μας, ότι πίσω από κάθε σταυρό υπάρχει η ανάσταση. Κι αυτό το ζούνε όσοι νιώθουν ότι η Παναγία δείχνει τον Χριστό, επειδή η ίδια αφιέρωσε όλη της την ύπαρξη στον Υιό και Θεό της, νίκησε χάρις σ’ Αυτό και τον θάνατο. Η σχέση με τον Χριστό είναι το κλειδί. Αυτό που λείπει από την προσανατολισμένη αποκλειστικά στο τι μπορούμε να κάνουμε εμείς.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός