– Γέροντα, γιατί σήμερα ὁ κόσμος ταλαιπωρεῖται τόσο πολύ;
– Γιατί ἀποφεύγει τὸν κόπο. Αὐτὴ ἡ ἄνεση εἶναι ποὺ τὸν ἀρρωσταίνει καὶ τὸν ταλαιπωρεῖ. Οἱ εὐκολίες στὴν ἐποχὴ μας ἔχουν ἀποβλακώσει τὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ μαλθακότητα σήμερα ἔχει φέρει καὶ τὶς πολλὲς ἀρρώστιες. Παλιὰ τί τραβοῦσαν γιὰ νὰ ἁλωνίσουν! Τί κόπος, ἀλλὰ καὶ τί γλυκὸ ἦταν τὸ ψωμί! Ποῦ νὰ ἔβλεπες ψωμὶ πεταμένο! Ἂν εὕρισκες κανένα κομματάκι, τὸ μάζευες καὶ τὸ ἀσπαζόσουν. Ὅσοι πέρασαν Κατοχὴ βλέπουν ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ τὸ βάζουν στὴν ἄκρη, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τὸ πετοῦν, δὲν καταλαβαίνουν τὴν ἀξία του. Πετᾶνε κομμάτια ψωμὶ στὰ σκουπίδια, δὲν τὸ ἐκτιμοῦν. Οὔτε ἕνα “δόξα σοι ὁ Θεός” δὲν λένε οἱ περισσότεροι γιὰ τὶς εὐλογίες ποὺ δίνει ὁ Θεός. Σήμερα ὅλα γίνονται μὲ ἄνεση.
Ἡ στέρηση πολὺ βοηθάει. Ὅταν στεροῦνται κάτι οἱ ἄνθρωποι, τότε μποροῦν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀξία του. Ὅσοι στεροῦνται μὲ ἐπίγνωση, μὲ διάκριση, μὲ ταπείνωση, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, αἰσθάνονται τὴν πνευματικὴ χαρά. Ἂν π.χ. κάποιος πῇ, “δὲν θὰ πιῶ νερὸ σήμερα, γιατί ὁ τάδε εἶναι ἄρρωστος, Θεέ μου, δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε περισσότερο” καὶ τὸ κάνη, ὁ Θεὸς θὰ τὸν ποτίση ὄχι μὲ νερὸ ἀλλὰ μὲ λεμονάδα πνευματική, μὲ θεϊκὴ παρηγοριά. Οἱ ταλαιπωρημένοι, μία παραμικρὴ βοήθεια νὰ τοὺς προσφέρῃ κανείς, ἔχουν πολλὴ εὐγνωμοσύνη. Ἕνα ἀρχοντόπουλο καλομαθημένο, ὅλα τὰ χατήρια νὰ τοῦ κάνουν οἱ γονεῖς του, τίποτε δὲν τὸ εὐχαριστεῖ. Μπορεῖ νὰ τὰ ἔχῃ ὅλα καὶ βασανισμένο νὰ εἶναι. Τὰ κάνει ὅλα γυαλιὰ-καρφιά. Ἐνῶ μερικὰ παιδάκια, τὰ καημένα, γιὰ τὴν παραμικρὴ βοήθεια αἰσθάνονται μεγάλη εὐγνωμοσύνη. Ἂν ἕνας φίλος βρεθῇ νὰ τοὺς βάλῃ τὰ ναῦλα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, πόσο εὐγνωμονοῦν καὶ αὐτὸν καὶ τὸν Χριστό!
Ἀκοῦς πολλὰ πλουσιόπαιδα νὰ λένε: “Τάχουμε ὅλα, γιατί νὰ τάχουμε ὅλα;” Γκρινιάζουν, γιατί καλοπερνοῦν, ἀντὶ νὰ εὐγνωμονοῦν τὸν Θεὸ καὶ νὰ βοηθοῦν καὶ κανέναν φτωχό! Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀχαριστία! Νιώθουν κενό, γιατί δὲν τοὺς λείπει τίποτε ἀπὸ τὰ ὑλικά. Τὰ βάζουν καὶ μὲ τοὺς γονεῖς, γιατί τοὺς τὰ ἔχουν ὅλα ἕτοιμα, καὶ φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ γυρίζουν μὲ ἕνα γυλιὸ στὴν πλάτη. Καὶ οἱ γονεῖς νὰ δίνουν χρήματα, νὰ τοὺς πάρουν τηλέφωνο, γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχοῦν, καὶ ἐκεῖνα νὰ ἀδιαφοροῦν. Καὶ τελικὰ καταλήγουν οἱ γονεῖς νὰ τὰ ψάχνουν. Ἕνα παλληκάρι τὰ εἶχε ὅλα, ἀλλὰ δὲν ἦταν εὐχαριστημένο μὲ τίποτε. Ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ κοιμόταν μέσα στὰ τραῖνα, γιὰ νὰ ταλαιπωρηθῇ. Καὶ ἦταν καὶ ἀπὸ καλὴ οἰκογένεια! Ἐνῶ, ἂν εἶχε μία δουλειὰ καὶ ζοῦσε μὲ τὸν ἱδρώτα του, θὰ εἶχε νόημα ὁ κόπος του καὶ θὰ ἦταν ἀναπαυμένο καὶ θὰ δοξολογοῦσε τὸν Θεό.
Σήμερα οἱ πιὸ πολλοὶ δὲν στεροῦνται, γι’ αὐτὸ δὲν ἔχουν φιλότιμο. Ἂν δὲν κοπιάζῃ κανείς, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκτιμήσῃ καὶ τὸν κόπο τῶν ἄλλων. Τί νόημα ἔχει λ.χ. νὰ ζητᾶς ἐπάγγελμα ἄνετο, νὰ βγάζῃς χρήματα καὶ μετὰ νὰ ζητᾶς ταλαιπωρία; Οἱ Σουηδοί, ποὺ παίρνουν γιὰ ὅλα ἐπίδομα ἀπὸ τὸ κράτος καὶ δὲν κοπιάζουν, γυρίζουν στοὺς δρόμους. Κοπιάζουν γιὰ τὸν ἀέρα, νιώθουν ἄγχος, γιατί ἔχουν ἐκτροχιασθῆ πνευματικά, ὅπως οἱ ρόδες πού, ὅταν βγοῦν ἀπὸ τὸν ἄξονα, τρέχουν στὸν δρόμο χωρὶς σκοπὸ καὶ καταλήγουν στὸν γκρεμό.