Ὁραματίζομαι
τό ἀγγελικό ἐκεῖνο πρόσωπο πού ἔδυσαν τά μάτια του σάν δύο ἥλιοι
λαμπεροί καί πού μέσα σ’ αὐτά εἶχε ἀποτυπωθεῖ ὅλη ἡ ψυχική του ὀμορφιά.
Χωρίς τήν πρόσκαιρη καί ἐπίγεια τούτη πνοή, ἀλλά γεμάτο ἀπό τήν μοσχομύριστη εὐωδιά τῆς θείας Χάρης.
Ἀσπάζομαι
τά ἱερά ἐκεῖνα χέρια, πού ἁμαρτία δέν ἀγγίξανε καί πού μέ τό δάκτυλό
τους ἔδειξαν στούς ἀνθρώπους τόν Χριστό, πού σήκωσε ἐπάνω Του τήν
ἁμαρτία ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου.
Προσκυνῶ ἐκεῖνα τά ὡραῖα πόδια, πού εὐαγγελίστηκαν τά ἀγαθά στούς ἀνθρώπους καί μέ τά ὁποῖα προετοιμάστηκε ἡ ὁδός τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου.
Φέρτε νά προσκυνήσω καί τήν τίμια ἁλυσίδα μέ τήν ὁποῖα δέθηκε ὁ πιό πολύτιμος καί ἀγγελόμορφος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.
Φέρτε καί τή σεβάσμια πιατέλα ὅπου τοποθετήθηκε ἡ πολυσέβαστη καί ἀπό ὅλα τά χρυσάφια ἀκριβότερη Κεφαλή.
Ἀκόμα
ἄν ἔβρισκα δέν θά ἄφηνα ἀπροσκύνητο τό φονικό μαχαίρι πού μπήχθηκε στόν
ἱερό τράχηλο, οὔτε θά δίσταζα νά καταφιλήσω τό χῶμα ὅπου φρουρήθηκε ὁ
θησαυρός, μέ τή βεβαιότητα, ὅτι καί αὐτό θά μοῦ μετέδιδε θεία Χάρη.
Μακαριστέ
τάφε καί χαρμόσυνη ταφόπετρα, πού σκέπασες τό τρισμακάριστο ἐκεῖνο
σκήνωμα καί τύλιξες μέσα σου τό πολυτιμώτερο ἀπό σωρούς σμαράγδια καί
μαργαριτάρια σῶμα.
Ἐκεῖ λοιπόν βρισκόταν ὁρατά ἡ συντροφιά τῶν μαθητῶν καί ἀόρατα πλήθη ἀγγέλων, εὐφημώντας, δοξάζοντας, ὑψώνοντας στόν οὐρανό καί μεταφέροντας στήν ἀτελείωτη χαρά αὐτόν πού ἔζησε σάν ἔνσαρκος ἄγγελος καί προανάγγειλε τό Μεσσία.
Αὐτόν πού ὑπῆρξε γνήσιος φίλος τοῦ Κυρίου, πού ὁδήγησε στόν οὐράνιο Νυμφίο τήν Ἐκκλησία, τό ἄσβηστο λυχνάρι τοῦ ἀνεκφράστου φωτός, τή ζωντανή φωνή τοῦ Θεοῦ Λόγου, τόν ἀνώτερο ἀπ’ τούς προφῆτες, τόν μεγαλύτερο ἀπ’ ὅσους γέννησε ποτέ γυναίκα.
Aπό το Εγκώμιον στην αποτομή της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, του οσίου πατέρα μας Θεοδώρου του Στουδίτου