”Ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον” (Ματθ. 18,30)
“Εκεῖνος ὅμως δὲν δεχόταν, ἀλλὰ πῆγε καὶ τὸν ἔβαλε στὴ φυλακή, ὥσπου νὰ ξεπληρώσει ὅ,τι τοῦ χρωστοῦσε”
Γιατί οι άνθρωποι είμαστε σκληρόκαρδοι εις βάρος των συνανθρώπων μας; Το ερώτημα αυτό απασχολεί πολλούς χριστιανούς. Ζώντας, μάλιστα, σε μια εποχή στην οποία η βία θριαμβεύει, η εκδίκηση θεωρείται αυτονόητη ανταμοιβή για την όποια παρουσία του κακού που υφιστάμεθα οι άνθρωποι, ώστε να επικρατήσει το δίκιο, όπως πιστεύουμε, η ευσπλαχνία, η μακροθυμία, η ανοχή, η συγχώρηση θεωρούνται αρετές που δεν μπορούν να νοηματοδοτήσουν την ζωή μας. Ιδίως οι νεώτεροι έχουν μέσα τους περισσότερο από τους μεγαλύτερους αναπτυγμένο το αίσθημα του δικαίου και δύσκολα κάποιος μπορεί να το αμφισβητήσει. Δεν διστάζουν να στραφούν και εναντίον του Θεού που επιτρέπει την αδικία, που δεν παρεμβαίνει για να τιμωρήσει το κακό, υπερασπιζόμενος αυτούς που επιμένουν στην οδό της καλοσύνης, στην οποία εύκολα οι χριστιανοί τρέφουμε την ψευδαίσθηση ότι βαδίζουμε.
Η σκληροκαρδία πηγάζει από μία μυωπική αντίληψη θεοποίησης του εαυτού μας. Συχνά νομίζουμε ότι είμαστε αλάθητοι ή, ακόμη κι αν νιώθουμε ότι σφάλλουμε, επικαλούμαστε την επιείκεια των άλλων, διότι χρειαζόμαστε δεύτερες ευκαιρίες και “άνθρωποι είμαστε”. Αυτό δεν ισχύει όμως όταν οι άλλοι το ζητούν από εμάς. Εκεί μας πιάνει το παράπονο, ότι δεν μας καταλαβαίνουν, ότι δεν πρέπει να μας οφείλουν, ότι χρειάζεται να εκτιμήσουν ό,τι εμείς έχουμε κάνει για εκείνους και να μας δώσουν καλό, ακόμη κι αν δεν το αξίζουμε.
Η σκληροκαρδία πηγάζει ακόμη από την αίσθηση ότι ο Θεός δεν παρεμβαίνει υπέρ ημών και ότι χρειάζεται να πάρουμε την ζωή μας στα χέρια μας, να ελέγχουμε την πορεία μας και τους άλλους σύμφωνα με τις δικές μας αντιλήψεις. Το βλέπουμε αυτό στους γονείς που δεν αφήνουν τα παιδιά τους να κάνουν επιλογές ελευθερία σε σημαντικά ζητήματα. Που δεν διστάζουν να απορρίψουν, να αποκληρώσουν τα παιδιά τους, ή να βρίσκονται σε μία κατάσταση συνεχούς γκρίνιας, διότι δεν συμφωνούν με τις απόψεις τους. Στην πολιτική και την κοινωνία όπου ο καθένας θεωρεί μόνο τις δικές του απόψεις σωστές και επικαλείται και χρησιμοποιεί μηχανισμούς χειραγώγησης ή προπαγάνδας για να υποβαθμίσει και να ευτελίσει τις απόψεις των άλλων, χωρίς να θέτει τα πάντα στην προοπτική των επιχειρημάτων και της κριτικής και, επομένως, της ανάδειξης του αληθινού. Τα παραδείγματα αυτά, και άλλα, αναδεικνύουν καρδιές που δεν μπορούν να μπούνε στην θέση των άλλων, με αποτέλεσμα η αγάπη να περιθωριοποιείται ή να εκμηδενίζεται ή να θεωρείται ασήμαντη.
Η σκληροκαρδία πηγάζει και από το γεγονός ότι πιστεύουμε πως δεν έχουμε χρόνο και ότι το όποιο δίκιο πρέπει να επιβληθεί εδώ και τώρα. Και όντως, το “νυν” είναι σπουδαίο. Αν κάτι μπορεί να αναδειχθεί τώρα, καλό είναι να αναδειχθεί. Όμως στην ζωή υπάρχει και η υπομονή. Ο χρόνος του Θεού που μας δείχνει ότι, χωρίς να παραιτούμαστε από τον αγώνα για να δείξουμε τι είναι αληθινό, χρειάζεται να αφήνουμε χρόνο και στους άλλους να κατανοούν τι δεν πάει καλά, να τους δίνουμε δεύτερες ευκαιρίες, ώστε να παλέψουν να διορθώσουν ό,τι μπορεί να διορθωθεί. Κι ακόμα κι αν δεν διορθώνονται όλα, η προσπάθεια για μια καινούργια αρχή, το “βαλείν αρχήν μετανοίας” που ζητούνε οι ασκητές πατέρες της πίστης μας, είναι ήδη το ήμισυ του παντός.
Η χριστιανική πίστη δεν αρνείται την κριτική στον άνθρωπο. Δεν λειτουργεί στην αντιφατική προοπτική των καιρών μας που από την μία ζητούν ένα συνεχές “δεν πειράζει” και από την άλλη είναι έτοιμοι να κατακεραυνώσουν όποιον δεν πορεύεται σύμφωνα με τα κάθε λογής πρότυπα ή όποιον σφάλλει, είτε λόγω των παθών του είτε λόγω της στιγμής. Η χριστιανική πίστη μιλά για αμαρτίες και το εννοεί. Ταυτόχρονα, όμως, ζητά την αγάπη, την συγχώρεση, την υπομονή και την αναγνώριση ότι όποιος σφάλλει, όποιος χρωστά, είναι άνθρωπος. Αρκεί όμως και εκείνος να αναγνωρίζει τα λάθη του, να αναλαμβάνει τις ευθύνες γι’ αυτά και να δίνει δεύτερες ευκαιρίες και στους συνανθρώπους του.
Σε μία από τις πιο ωραίες παραβολές του ευαγγελίου ο Χριστός μιλά για τον δούλο εκείνον που έδειξε αχαριστία έναντι του Θεού. Ο Κύριος του έδωσε συγχώρεση , για ένα μεγάλο χρέος, με γενναιοδωρία. Εκείνος όμως δεν έδειξε ίχνος ευσπλαχνίας στον συνάνθρωπό του, που του χρωστούσε κάτι ελάχιστο, δείχνοντας τελικά στον Θεό ότι για τον εαυτό του υποκριτικά ζήτησε το έλεος του Θεού. Αν δεν ξεκινάμε από την αγάπη για τους άλλους, δεν μπορούμε να ζητούμε τελικά από τον Θεό, στον Οποίο, έτσι κι αλλιώς, οφείλουμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός