Π. Συμεών Κραγιόπουλου
Ἐγώ προσωπικῶς δέν ἔχω παράπονο. Δόξα τῷ Θεῷ, πάρα πολλοί ἄνθρωποι θρησκεύουν σήμερα· πάρα πολλοί. Καί ἐννοῶ ἐδῶ τούς καλούς χριστιανούς, καί στήν Ἕλλάδα καί στήν Κύπρο καί ὅπου ἀλλοῦ.
Δέν ἐννοῶ ἁπλῶς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θέλουν νά τούς θεωροῦν χριστιανούς καί ἡ ταυτότητά τους γράφει «χριστιανός ὀρθόδοξος» ἀλλά κατά τά ἄλλα εἶναι ἀδιάφοροι. Ὄχι, παίρνω τούς καλούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι πάρα πολλοί. Ἀλλά σᾶς παρακαλῶ πολύ νά προσέξετε τό ἑξῆς (ὑποθέτω ὅτι εἶμαι κοντά στήν ἀλήθεια λέγοντας αὐτά). Καί στήν Ἑλλάδα τό βλέπουμε καί σ᾿ ἐσᾶς ἐδῶ τό βλέπει κανείς, ὅτι ἡ ὅλη θρησκευτική μας ζωή ἔχει αὐτόν τόν χαρακτήρα: τελικά σάν νά χρησιμοποιοῦμε τόν Θεό. Πιστεύουμε βέβαια στόν Θεό, καταφεύγουμε στόν Θεό, προσευχόμαστε, δείχνουμε μιά εὐλάβεια, ἕναν σεβασμό στόν Θεό, εἴμαστε πρόθυμοι νά κάνουμε καί τοῦτο, νά κάνουμε καί ἐκεῖνο, ἀκριβῶς γιά νά δείξουμε τήν πίστη μας, τήν ἐλπίδα μας στόν Θεό, ἀλλά τελικά ὅμως δέν παίρνουμε αὐτή τή στάση: «Θεέ μου, ἐσύ εἶσαι ὁ Θεός μου. Ἐσύ τά ξέρεις ὅλα, ἐσύ τά μπορεῖς ὅλα. Ἐσύ τά ἔχεις ὅλα στά χέρια σου καί ξέρεις τί θά γίνει, τί δέν θά γίνει καί πότε θά γίνει τό καθετί. Ἐγώ παραδίδομαι σ᾿ ἐσένα ἄνευ ὅρων. Ὅ,τι θέλεις ἐσύ, Θεέ μου, νά ᾿ναι εὐλογημένο».
Δέν κάνουμε ἔτσι. Ὄχι. Ὅλοι κάνουμε κάποιους λογαριασμούς, κάποιους ὑπολογισμούς, ὅλοι –πάντοτε ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις, καί μακάρι ὅλοι νά ἐξαιρούμαστε· μακάρι καί ἐγώ νά κάνω λάθος καί τά λόγια μου αὐτά νά λέγονται στόν βρόντο, ἀλλά φοβοῦμαι ὅτι δέν εἶναι ἔτσι– ὅλοι βαθιά μέσα μας ἔχουμε κάποια ἰδιοτέλεια. Δηλαδή ναί μέν πηγαίνουμε στόν Θεό, ζητοῦμε τόν Θεό, ἀλλά σάν νά θέλουμε νά τόν χρησιμοποιήσουμε γιά νά μᾶς βολέψει, νά πάει μέ τά νερά μας, τελικά νά συμφωνήσει ἐκεῖνος μέ τό θέλημά μας, σέ τελευταία ἀνάλυση νά μᾶς ὑπηρετήσει: νά λύσει τά προβλήματά μας, νά τακτοποιήσει τά θέματά μας. Ὄχι, ἐπαναλαμβάνω, ὅτι δέν θά φροντίσει ὁ Θεός γι᾿ αὐτά, ὄχι ὅτι δέν θά τοῦ τά λέμε αὐτά· ὄχι. Θά τοῦ τά παρουσιάζουμε ὅλα, ἀλλά τελικά ὅμως πρέπει νά καταλήγουμε ἔτσι: «Ἐσύ, Θεέ μου, ξέρεις πότε θά γίνει αὐτό, πότε θά τό κάνεις· ἐσύ ξέρεις πῶς θά γίνει αὐτό, πῶς θά τό κάνεις, μέ ποιόν τρόπο. Ἐγώ ἐμπιστεύομαι τόν ἑαυτό μου σ᾿ ἐσένα». Ἀλλιῶς, πηγαίνουμε στόν Θεό τελικά, γιά νά μᾶς βολέψει. Τέτοια θρησκευτικότητα ἔχουμε σήμερα!
Καί δέν εἶναι τυχαῖο αὐτό. Προσέξτε. Πρέπει νά καθίσουμε κάτω καί νά ψάξουμε νά δοῦμε γιατί, ἐνῶ εἴμαστε τόσα χρόνια χριστιανοί –ἐπαναλαμβάνω, ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου τούς καλούς χριστιανούς καί στήν Κύπρο καί στήν Ἑλλάδα– ἐνῶ τόσα χρόνια διαβάζουμε πολλά πράγματα, τόσα χρόνια κάνουμε καί ἕναν κάποιο ἀγώνα, γιατί τελικά ἡ ζωή μας δέν ἔχει ἄρωμα ἁγιότητος, ἄρωμα τέτοιο πού εἶχε ἡ ζωή τῶν ἁγίων; Μπορεῖ μερικές φορές νά εἴμαστε καλοί στή συμπεριφορά μας, νά κάνουμε ἔστω μερικές καλές πράξεις –νά ἐξυπηρετήσουμε κάποιους ἀνθρώπους, νά κάνουμε μιά κάποια φιλανθρωπία– ἀλλά τελικά ἡ ὅλη ζωή μας δέν εἶναι ζωή πού δείχνει ὅτι μπήκαμε στόν δρόμο τῆς ἁγιότητος· πού ἐκεῖ θέλει νά μᾶς βάλει ὅλους ὁ Θεός. Ὑποθέτω ὅτι ὀφείλεται σ᾿ αὐτό, στό ὅτι ἔχει ἰδιοτελή χαρακτήρα ἡ ὅλη προσπάθειά μας. Δηλαδή τά θέλουμε τά πράγματα ὅπως ἐμεῖς τά νομίζουμε, ὅπως ἐμεῖς θά τά θέλαμε, ὅπως μᾶς βολεύουν, καί πολύ λίγο ἐμπιστευόμαστε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό μέ αὐτή τή διάθεση, μέ αὐτό τό δόσιμο, μέ αὐτή τήν ἀφοσίωση· νά τά ἀφήνουμε ὅλα στόν Θεό λέγοντας: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Ὅπως θέλεις ἐσύ».