Π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος
~ Θυμάμαι κάποιο λαϊκό παραμυθάκι, πολύ διδακτικό!
Ένας ήταν πολύ πλούσιος και στο άκρο του κτήματός του, σε μια
καλυβούλα μέσα, έμενε ένας φτωχός οικογενειάρχης. Με κόπο τάβγαζε πέρα.
Μεροκαματιάρης, δουλευτής· και είχε και πολλά παιδιά. Αλλ’ η χαρά
βασίλευε μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
Κάποτε αποφάσισε ο πλούσιος να
βοηθήση τον φτωχό. Παίρνει, λοιπόν, ένα πουγγί γεμάτο χρυσά φλουριά και
του το πηγαίνει. Κάθε βράδυ στου φτωχού το σπίτι, μετά το φαγητό, τα
παιδιά τραγουδούσαν, γελούσαν και έπαιζαν. Εκείνο το βράδυ άκρα σιγή.
Σιγή νεκροταφείου στο σπίτι του φτωχού.
Ο πλούσιος συνηθισμένος ν’ ακούη τις φωνές των παιδιών και τα γέλια και τα τραγούδια, παραξενεύθηκε· δεν άκουγε τίποτε. Έβαλε αυτί, περίμενε, περίμενε, περίμενε…
Μετά από λίγο, αντί ν’ ακουσθούν τραγούδια, ακούσθηκαν φωνές, μαλώματα. Άρχισαν να γκρινιάζουν. Ο πατέρας έλεγε: «Μ’ αυτά ν’ αγοράσουμε ένα σπίτι μεγάλο, ευρύχωρο, δικό μας». Η μητέρα έλεγε: «Να τα φυλάξουμε για να παντρέψουμε τις κόρες».
Το μεγάλο απ’ τα παιδιά, που είχε μια βαρκούλα και ψάρευε, έλεγε: «Άστα να πάρω καΐκι, να βγάλω πολλά». Ο άλλος αδελφός, άλλα. Και μετά από λίγο ήλθαν στα χέρια. Οπότε λέγει ο πατέρας: «Σταθήτε … μια στιγμή και θα ησυχάσουμε».
Παίρνει το πουγγί, πηγαίνει στον πλούσιο και του λέγει: «Πάρτο, αδελφέ μου. Μούφερες τα λεφτά και έδιωξες την χαρά από το σπίτι μου. Μου αρκεί το μεροδούλι για να ζω την φαμίλια μου».
Και ξαναγύρισε ο φτωχός στο σπίτι του, και το άλλο βράδυ πάλι ακούσθηκαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών και τα τραγούδια.
Πολλές
φορές, ο πλούτος, με τις μέριμνες και την αγωνία, παίρνει και αυτή την
χαρά της ζωής, την οποία νομίζουν ότι έχουν οι πλούσιοι.