π. Συμεών Κραγιόπουλος
Εφόσον ο Κύριος μάς έδωσε ως αρραβώνα της σωτηρίας μας τη Χάρι του Αγίου Πνεύματος δια του Βαπτίσματος και γενικότερα μας τη δίνει δια της Εκκλησίας, και είναι εκεί μέσα ο ίδιος, πρέπει τρόπον τινά να ανοίξουμε δρόμο στον Κύριο να βρει αυτό το οποίο έχει βάλει εκεί μέσα μας, για να ανάψει η φωτιά στην ψυχή, και να γίνει ο άνθρωπος χριστιανός.
Παλαιότερα οι Πατέρες έκαναν κατά διαφορετικότερο τρόπο το όλο έργο. Οι νεώτεροι, πό τον 12ο αιώνα και έπειτα, βρήκαν αυτή την προσευχή, την ευχή, και συνιστούν ότι δεν πρέπει να κουραστεί κανείς να λέει την ευχή. Βέβαια, θα αγωνίζεσαι συγχρόνως να κάνεις τις εντολές του Θεού, θα εμπιστεύεσαι στον Θεό, θα προσεύχεσαι γενικώς, θα εκκλησιάζεσαι, θα είσαι μέσα στην Εκκλησία, αλλά θα κάνεις και αυτό το έργο, το οποίο έχει αυτό τον χαρακτήρα: ψάχνεις να βρεις τη σπίθα. Γι’ αυτό λένε οι Πατέρες ότι, όταν αρχίσει κανείς να λέει την ευχή, χρειάζεται να συμμαζέψει τον εαυτό του, ο οποίος είναι διαλυμένος, είναι σχισμένος.
Αναφέραμε άλλη φορά ότι ο άνθρωπος έχει τη λογιστική δύναμη, τη νοητική δύναμη και την αγαπητική δύναμη. Στη λογιστική δύναμη δίνεις την προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Τη λες είτε με το στόμα είτε από μέσα σου. Δίνεις λοιπόν στη λογιστική δύναμη τη δουλειά αυτή και προσπαθείς να συμμαζέψεις τον νου σου να προσέχει την ευχή. Και η καρδιά –η αγαπητική δύναμη– αρχίζει και συμμετέχει, όσο μπορεί ο άνθρωπος, γιατί ό,τι και να έγινε, το «κατ’ εικόνα» μένει ως ένα βαθμό. Αυτή την αγαπητική δύναμη τη δίνεις στον Κύριο. Με τη λογιστική δύναμη λοιπόν λες την ευχή, η νοητική δύναμη προσέχει το νόημα «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», και η όλη βούληση της ψυχής, η όλη αγάπη της ψυχής, δίνεται στο όνομα του Κυρίου, δίνεται στον Χριστό.
Λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: Εάν απλώς το κάνεις αυτό, δηλαδή απλώς συμμαζευτείς στον εαυτό σου, τι θα βρεις μέσα σου; Είδωλα θα βρεις. Το θέμα είναι ο Χριστός να μπει μέσα δια της ευχής. Το θέμα είναι ο Χριστός να φτιάξει μέσα σου την καινούργια κατάσταση· να χριστοποιηθεί η ψυχή, και όχι απλώς να δεις τον εαυτό σου, ο οποίος τι μπορεί να είναι άλλο από μια κόλαση, όπως λέγαμε και άλλη φορά.
Όλο αυτό το έργο στην αρχή γλυκαίνει τον άνθρωπο ανάλογα. Έπειτα σαν να χάνει κανείς το βίωμα αυτό, και μάλιστα μερικοί λένε «μα τόσο καλά είχα αρχίσει, γιατί…» Αρχίζει αυτό το έργο να φαίνεται ξηρό, να φαίνεται άχαρο, να φαίνεται δύσκολο, να φαίνεται ότι είναι σαν το ψάξιμο της σπίθας στη στάχτη από τη νοικοκυρά. Και όπως είπα προηγουμένως, η νοικοκυρά που ξέρει απ’ αυτά, δεν κουράζεται. Ψάχνει και ψάχνει βεβαία ότι θα βρει τη σπίθα. Και εκεί μέσα στη στάχτη μπορεί και να μη βρει. Εδώ όμως είναι βέβαιο ότι υπάρχει η σπίθα μέσα μας.
Και επιμένει κανείς, επιμένει, επιμένει, ταπεινά, απλά, με μετάνοια, έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύριο. Καθώς αναφέρει κανείς το όνομα του Κυρίου, γλυκαίνεται, διότι δεν γίνονται αυτά κατά σκοτεινό τρόπο. Μπορεί να μπαίνει κανείς σε μια σκοτεινή, ας πούμε, σπηλιά, έτσι που είναι η ψυχή του ανθρώπου, με όλα αυτά που έχει συσσωρεύσει εκεί μέσα, μπορεί να φαίνονται τα πράγματα άχαρα, αλλά μπαίνει μαζί με τον Κύριο, επικαλείται τον Κύριο, το όνομα του Κυρίου, για το οποίο ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους».
Κάνοντας λοιπόν αυτό το έργο, ενοποιείται ο όλος άνθρωπος και ξεφεύγει από τη σχιζοφρένεια που έχει δημιουργήσει η αμαρτία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει: «Όταν τα τρία –δηλαδή οι τρεις αυτές δυνάμεις της ψυχής, η λογιστική δύναμη, η νοητική και η αγαπητική– ενωθούν, γίνουν ένα, και το ένα παραμένει τρία –διότι ο άνθρωπος δεν αλλοιώνεται, δεν αλλάζει· η δομή του παραμένει ίδια– τότε φανερώνεται η Αγία Τριάς». Και ενώ είναι έτσι τα πράγματα, τι να πει κανείς ύστερα για μας τους ανθρώπους; Πολλοί είναι που τα ακούν αυτά και λίγο-πολύ πιστεύουν ότι κάπως έτσι είναι, αλλά μένουν μακριά. Και αν κάνουν, θα κάνουν κάποια τυποποιημένα πράγματα· δεν επιμένουν.
Οι άγιοι Πατέρες, που έχουν ασχοληθεί με το θέμα αυτό, και με την έννοια ότι έγραψαν και είπαν, αλλά και με την έννοια ότι εφήρμοσαν έτσι τα πράγματα, λένε ότι αισθάνεται κανείς σαν να ήταν στα ξένα, στην ξενιτιά, εδώ κι εκεί, και γύρισε σπίτι του, βρήκε το σπίτι του, βρήκε τους δικούς του και ευφραίνεται. Όπως ακριβώς δηλαδή το βλέπουμε στην περίπτωση του ασώτου υιού. Τι δεν έζησε ο καημένος ο άσωτος! Αλλά ήλθε η ώρα που γύρισε, και να, ο πατέρας τον περιμένει και τον παίρνει μέσα, του βάζει δαχτυλίδι, του δίνει την πρώτη στολή, θυσιάζει τον μόσχο τον σιτευτό και λέει «δεύτε ευφρανθώμεν», και άρχισαν να ευφραίνονται και να πανηγυρίζουν (Λουκ. 15:11-32). Αρχίζει το πανηγύρι· δεν είναι απλώς υπόσχεση.
Όντως δηλαδή ενώ είναι κανείς ακόμη σ’ αυτό εδώ τον κόσμο –ο κόσμος είναι αυτό που είναι, πάνε έρχονται οι άνθρωποι και χάνονται μέσα στην αφροσύνη τους– εάν εργασθεί έτσι, βρίσκει μέσα στην ψυχή του τον παράδεισο. Γιατί εκεί μέσα είναι ο Χριστός. Γιατί εκεί είναι η βαπτισματική Χάρις. Προσέξτε, προσέξτε· είναι εκεί εν μυστηρίω, είναι δια του μυστηρίου του Βαπτίσματος. Είναι φοβερό πράγμα το Βάπτισμα. Μεγάλο μυστήριο. Ο Θεός βρήκε τρόπο και κόλλησε μέσα στην ψυχή μας τη Χάρι, η οποία δεν φεύγει, αλλά μένει εκεί.
Εάν λοιπόν τα σκεφθείς έτσι, εάν τα πάρεις έτσι και ενεργήσεις ανάλογα, έχοντας συνεχώς στο στόμα σου αλλά και στον ενδιάθετο λόγο, όπως λέγεται, το όνομα του Ιησού, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», τότε λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς «οφθήσεταί σοι η Αγία Τριας». Όπως ακριβώς λέει ο Κύριος: «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιω. 14:23). Μέσα στην ψυχή αυτή θα σκηνώσει ο Κύριος. Ή όπως λέει ο Κύριος στην Αποκάλυψη: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» (Αποκ. 3:20).
Επομένως, να αρχίσουμε να λέμε την ευχή, χωρίς να αφήσουμε τίποτε από τα άλλα· δηλαδή τη μετάνοια, την προσευχή γενικότερα, τον εκκλησιασμό, τα μυστήρια. Αλλά κυρίως να λέμε την ευχή. Πρέπει να ανοίξει ο δρόμος, να μπει ο Κύριος μέσα μας, να μπούμε μαζί του εκεί στα βάθη της ψυχής μας, να βρούμε τη βαπτισματική Χάρι. Είναι καλό να λέει κανείς την ευχή παντού και πάντοτε και μακάριος εκείνος που το κάνει. Ωστόσο όμως κατά έναν ειδικό τρόπο και κατά ένα μόνιμο τρόπο και μ’ αυτό το πνεύμα που είπαμε, να δουλέψει κανείς στο έργο αυτό. Το άλλο, δηλαδή το να λέει κανείς απλώς την ευχή όπου βρίσκεται, είναι καλό από κάποια πλευρά, αλλά μένει έτσι εξωτερικά το έργο αυτό, είναι απλώς η λίγη βροχή που πέφτει και κάπως μαλακώνει το χώμα πάνω-πάνω, κάπως δροσίζει τα φυτά, τα όποια φυτά είναι εκεί, τα χόρτα κλπ., αλλά πάνω-πάνω.
Καλό είναι κατά τη διάρκεια της ημέρας, όπου κι αν βρίσκεσαι, ό,τι κι αν κάνεις, αντί να θυμώνεις ή αντί να συλλογίζεσαι οτιδήποτε άλλο, να λες την ευχούλα. Αλλά πρέπει όμως εκεί να αφοσιωθεί κανείς. Και μην πεις: «Ε, έτσι που είμαστε εμείς, μπορούμε να το κάνουμε;» Εδώ είναι θέμα ζωής ή θανάτου· μην τα παίρνουμε αψήφιστα. Οι πάντες, ο καθένας μας, πρέπει να κάνουμε αυτό το οποίο επιβάλλει η πραγματικότητα. Να το κάνουμε, για να ελεηθούμε.