Ὁ Χριστὸς κάλεσε κάθε ἄνθρωπο ποὺ διψάει γιὰ πνευματική, αἰώνια ζωή, νὰ
πάει κοντά του γιὰ νὰ τοῦ δώσει νὰ πιεῖ ζωντανὸ νερό. Ὑποσχέθηκε ὅτι ὁ
ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν θὰ ξαναδιψάσει ποτέ, γιατὶ θὰ γίνει ὁ ἴδιος
ἀστείρευτη πηγή. Θὰ εἶναι «κῆπος μεθύων», πνιγμένος σὲ μεθυστικὴ
βλάστηση, «πηγὴ ἣν μὴ ἐξέλιπεν ὕδωρ», πηγὴ ποὺ δὲν ξεραθεῖ ποτέ, κατὰ
τὸν προφήτη Ἡσαΐα. «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος
ζῶντος». Ἀπὸ μέσα του θὰ πηγάζουν ἀδιάκοπα ποταμοὶ μὲ τρεχούμενο νερό. Ἡ
καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, κατὰ τὸν σοφὸ Σολομῶντα, θὰ γίνει φρέαρ
βαθύ, θὰ ἀναπηδάει ἀπὸ αὐτὴν ποταμὸς καὶ πηγὴ ζωῆς.
Εἶναι τὸ ἴδιο ζωντανὸ νερό, ποὺ βλέπει ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ νὰ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ προχωρώντας νὰ γίνεται ποτάμι ποὺ μεγαλώνει συνεχῶς, βαθαίνει ἀδιάκοπα καὶ τελικὰ γίνεται βουερὸς ἀδιάβατος χείμαρρος ποὺ ποτίζει καὶ ζωογονεῖ τὰ πάντα. Κάθε περιοχὴ στὴν ὁποία θὰ ἁπλωθεῖ ὁ ποταμὸς αὐτός, θὰ γεμίσει ζωή. Στὰ ὑγιῆ του νερὰ θὰ ὑπάρχει «ἰχθὺς πολὺς σφόδρα», πλῆθος ψαριῶν, ἐνῷ οἱ ὄχθες του θὰ εἶναι γεμάτες ἀπὸ «δένδρα πολλὰ σφόδρα ἔνθεν καὶ ἔνθεν», ὅλα τὰ καρποφόρα δέντρα. Κανένα ἀπὸ τὰ δέντρα αὐτὰ δὲν θὰ γεράσει καὶ δὲν θὰ πάψει νὰ φέρει καρπούς, ἐπειδὴ τὰ νερὰ ἀπὸ ὅπου ποτίζονται πηγάζουν ἀπὸ τὰ Ἅγια. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν προφητῶν περιγράφουν τὴ ζωαρχικὴ δράση καὶ ἀναγεννητικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο «ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν». Αὐτὸ θὰ γινόταν μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πεντηκοστή), γιατὶ μέχρι τότε δὲν ὑπῆρχε Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπειδὴ ὁ «Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη» (Ἰω. 7, 37-39. 4, 14. Ἡσ. 58, 11. Παρ. 18, 4. Ἰεζ. 47, 1-12).
Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν σημαίνουν ὅτι τότε μόλις, μὲ τὴν ἐπιφοίτηση, ἔλαβε ὕπαρξη τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι πρὶν δὲν ὑπῆρχε. Σημαίνουν ὅτι ἡ παρουσία του δὲν ἦταν μέχρι τότε φανερὴ στὸν κόσμο. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς Θεός, ὑπῆρχε πάντοτε. Εἶναι ὁ ἕνας τῆς Τριάδος. Τὸ τρίτο πρόσωπο. Ὁ Παράκλητος. Ἡ δράση του ὅμως ἦταν ἀφανής, ὅπως καὶ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν φανερὴ παρουσία του μὲ τὴν ἐνσάρκωση στὸν κόσμο, δροῦσε καὶ δημιουργοῦσε τὰ πάντα ὡς ἄσαρκος Λόγος τοῦ Πατρός. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «ἀκτιστο-συμπλαστουργο-σύνθρονον». Ὁμότιμο πρόσωπο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, δηλαδὴ συνάναρχο, συνδημιουργικὸ καὶ συγκάθεδρο. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ ἀποδίδουμε ἀπερίφραστα ὅσα ἀνήκουν στὸν Θεό, προσφωνώντας το βασιλέα οὐράνιο. «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν».
Ἔτσι λοιπὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνδημιουργεῖ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ἰδιαιτέρως δὲ τὸν ἄνθρωπο. «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε θριαμβευτικὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Ἅγιος ὁ Θεός, ὁ τὰ πάντα δημιουργήσας δι’ Υἱοῦ, συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς δημιουργίας ἡ ζωογονητικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀγκαλιάζει τὴν ἀδιαμόρφωτη γῆ. «Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος». Μετὰ τὴν παύση τοῦ κατακλυσμοῦ ὁ δίκαιος Νῶε ἀποστέλλει περιστερά, αἰώνιο σύμβολο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία δὲν ἐπαναπαύεται στὴ δυσοσμία τῶν θνησιμαίων ὅπως ὁ κόρακας, ἀλλὰ ἐπιζητεῖ τὴν καθαρότητα, τὴ γαλήνη, τὸ φῶς (Γεν. 1, 2. 1, 26. 8, 6-12).
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀείποτε συμπαρὸν ἀφανῶς στὸν κόσμο και «λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν», ἐπιφοιτᾶ μεγαλοπρεπῶς κατὰ τὴ μεγάλη ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Χριστὸς «ἐδοξάσθη» μὲ τὸν Σταυρό, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή του.
Εἶναι τὸ ἴδιο ζωντανὸ νερό, ποὺ βλέπει ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ νὰ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ προχωρώντας νὰ γίνεται ποτάμι ποὺ μεγαλώνει συνεχῶς, βαθαίνει ἀδιάκοπα καὶ τελικὰ γίνεται βουερὸς ἀδιάβατος χείμαρρος ποὺ ποτίζει καὶ ζωογονεῖ τὰ πάντα. Κάθε περιοχὴ στὴν ὁποία θὰ ἁπλωθεῖ ὁ ποταμὸς αὐτός, θὰ γεμίσει ζωή. Στὰ ὑγιῆ του νερὰ θὰ ὑπάρχει «ἰχθὺς πολὺς σφόδρα», πλῆθος ψαριῶν, ἐνῷ οἱ ὄχθες του θὰ εἶναι γεμάτες ἀπὸ «δένδρα πολλὰ σφόδρα ἔνθεν καὶ ἔνθεν», ὅλα τὰ καρποφόρα δέντρα. Κανένα ἀπὸ τὰ δέντρα αὐτὰ δὲν θὰ γεράσει καὶ δὲν θὰ πάψει νὰ φέρει καρπούς, ἐπειδὴ τὰ νερὰ ἀπὸ ὅπου ποτίζονται πηγάζουν ἀπὸ τὰ Ἅγια. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν προφητῶν περιγράφουν τὴ ζωαρχικὴ δράση καὶ ἀναγεννητικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο «ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν». Αὐτὸ θὰ γινόταν μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πεντηκοστή), γιατὶ μέχρι τότε δὲν ὑπῆρχε Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπειδὴ ὁ «Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη» (Ἰω. 7, 37-39. 4, 14. Ἡσ. 58, 11. Παρ. 18, 4. Ἰεζ. 47, 1-12).
Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν σημαίνουν ὅτι τότε μόλις, μὲ τὴν ἐπιφοίτηση, ἔλαβε ὕπαρξη τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι πρὶν δὲν ὑπῆρχε. Σημαίνουν ὅτι ἡ παρουσία του δὲν ἦταν μέχρι τότε φανερὴ στὸν κόσμο. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς Θεός, ὑπῆρχε πάντοτε. Εἶναι ὁ ἕνας τῆς Τριάδος. Τὸ τρίτο πρόσωπο. Ὁ Παράκλητος. Ἡ δράση του ὅμως ἦταν ἀφανής, ὅπως καὶ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν φανερὴ παρουσία του μὲ τὴν ἐνσάρκωση στὸν κόσμο, δροῦσε καὶ δημιουργοῦσε τὰ πάντα ὡς ἄσαρκος Λόγος τοῦ Πατρός. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «ἀκτιστο-συμπλαστουργο-σύνθρονον». Ὁμότιμο πρόσωπο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, δηλαδὴ συνάναρχο, συνδημιουργικὸ καὶ συγκάθεδρο. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ ἀποδίδουμε ἀπερίφραστα ὅσα ἀνήκουν στὸν Θεό, προσφωνώντας το βασιλέα οὐράνιο. «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν».
Ἔτσι λοιπὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνδημιουργεῖ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ἰδιαιτέρως δὲ τὸν ἄνθρωπο. «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Γι’ αὐτὸ καὶ ψάλλουμε θριαμβευτικὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Ἅγιος ὁ Θεός, ὁ τὰ πάντα δημιουργήσας δι’ Υἱοῦ, συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς δημιουργίας ἡ ζωογονητικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀγκαλιάζει τὴν ἀδιαμόρφωτη γῆ. «Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος». Μετὰ τὴν παύση τοῦ κατακλυσμοῦ ὁ δίκαιος Νῶε ἀποστέλλει περιστερά, αἰώνιο σύμβολο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία δὲν ἐπαναπαύεται στὴ δυσοσμία τῶν θνησιμαίων ὅπως ὁ κόρακας, ἀλλὰ ἐπιζητεῖ τὴν καθαρότητα, τὴ γαλήνη, τὸ φῶς (Γεν. 1, 2. 1, 26. 8, 6-12).
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀείποτε συμπαρὸν ἀφανῶς στὸν κόσμο και «λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν», ἐπιφοιτᾶ μεγαλοπρεπῶς κατὰ τὴ μεγάλη ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Χριστὸς «ἐδοξάσθη» μὲ τὸν Σταυρό, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή του.
π. Δημητρίου Μπόκου