«Γνους (ο Ιησούς) ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ. θέλεις υγιής γενέσθαι;».
Εκπληκτική η καρτερία του παραλύτου. Τριανταοκτώ χρόνια ήταν άρρωστος εκεί, και όμως δεν παραιτείτο, ούτε απελπιζόταν.
Γι’ αυτό και τον ερωτά ο Κύριος, επειδή ήθελε να μας δείξη την καρτερία αυτού, του ανθρώπου, όχι για να μάθη τάχα ο ίδιος. Γιατί όχι μόνο είναι περιττή, αλλά και ανόητη η ερώτηση αν θέλει ο άρρωστος να γίνη καλά. Για να δείξη λοιπόν την καρτερία του ανθρώπου, όπως είπα, γι’ αυτό τον ερωτά. Και τι κάνει εκείνος;
Με πολλή πραότητα αποκρίνεται: Ναι, Κύριε, θέλω, αλλά δεν έχω άνθρωπο που να μπορή να με βάλη στο νερό. Τίποτε βλάσφημο δεν αποκρίθηκε, ούτε έδιωξε τον Χριστό,
επειδή του έκαμε άτοπο ερώτημα, ούτε καταράσθηκε την ημέρα που
γεννήθηκε, πράγματα δηλαδή που κάνομε εμείς οι μικρόψυχοι και μάλιστα
έχοντας ελαφρότερες αρρώστειες από εκείνον. Αλλά με πραότητα και
ικετευτικά αποκρίνεται, αν και δεν γνωρίζει ποιος είναι αυτός που τον
ερωτά.