π. Ανδρέας Κονάνος
Το θέμα είναι πώς θα αντιδράσεις όταν σε πονέσω. Και πώς θα
αντιδράσω στον πόνο που θα μου προκαλέσεις. Εκεί είναι που θα φανεί ποια
είναι η ποιότητα της αγάπης μας.
Αν μου φέρεσαι όπως θέλω και αν θέλεις
μόνο εμένα κι αν είσαι μόνο μαζί μου, τότε εντάξει. Τότε είσαι καλή και
σ’ αγαπώ». Η αγάπη μας περιστρέφεται γύρω απ’ το εγώ μας. Ποιος αγαπάει
αληθινά και άνευ όρων; Ποιος αγαπάει ακόμα και όταν δεν τον αγαπούν; Εγώ
δεν μπορώ να πω ότι σε αγαπώ καθαρά. Αυτό ξέρεις πότε θα φανεί; Οταν
γίνει κάτι και συγκρουστούμε. Οταν συμβεί μεταξύ μας μια παρεξήγηση και
με βρίσεις. Οταν τσακωθούμε. Κι αν συνεχίσω να σε αγαπώ και τότε,
πράγματι έχω μέσα μου κάτι αληθινό. Για να γίνει όμως αυτό, είναι ανάγκη
να βλέπω πίσω απ’ τα φαινόμενα. Να βλέπω τα κρυπτόμενα. Και να θυμάμαι
εκείνη τη στιγμή του τσακωμού αλήθειες που συχνά ξεχνώ: ότι ο Θεός κάτι
καλό θα βγάλει. Οτι το επέτρεψε για να ταπεινωθούμε και οι δύο. Οτι
έχεις μια ψυχή όμορφη, παρά το άσχημο φέρσιμό σου.
Τώρα η αγάπη μας είναι ανέξοδη κι εύκολη. Τώρα με επαινείς και μου
λες συγχαρητήρια. «Τι ωραία που μιλάτε, πάτερ μου. Χάρηκα που σας είδα.
Μα τι ωραία που μιλάτε». Κι εγώ σου λέω τα ίδια: «Α, εσείς είστε ο
κύριος και η κυρία τάδε, που με ακούσατε; Μπράβο». Δηλαδή, αγαπιόμαστε
καθώς χαμογελάμε ο ένας στον άλλον. Ετσι, είναι εύκολη η αγάπη. Και
ποιος δεν αγαπάει τον άλλο υπό τέτοιες συνθήκες. Κουτός θα ήμουν να μη
σε αγαπούσα έτσι κι εσύ να μη με αγαπούσες έτσι. Το θέμα είναι πώς θα
αντιδράσεις όταν σε πονέσω! Και πώς θα αντιδράσω στον πόνο που θα μου
προκαλέσεις. Εκεί είναι όπου θα φανεί η ποιότητα της αγάπης μας. Εκεί θα
δείξεις αν πράγματι μπορείς να μ’ αγαπάς. Θυμάσαι τι μου ‘πες την ημέρα
που πήρες τηλέφωνο και δεν με έβρισκες; Ηταν η ημέρα που δεν μπορούσα
να σου μιλήσω. Και ξαναπήρες και ξαναπήρες. Κι αντέδρασες. Είχες δίκιο
ν’ αντιδράσεις. Αλλά δεν είναι αγάπη αυτό. Μου ‘πες στην τελευταία κλήση
σου στον τηλεφωνητή: «Αν και τώρα δεν μου μιλήσεις, θα καταλάβω, πάτερ,
ότι αυτά που λες είναι μόνο λόγια». Ωραία.
Πες, λοιπόν, ότι αυτά που λέω είναι μόνο λόγια. Δεν οφείλεις εσύ,
παρ’ όλα αυτά, να μ’ αγαπήσεις; Κι ας λέω μόνο λόγια. Απ’ την άλλη, κι
εγώ με τη σειρά μου δεν οφείλω να αγαπήσω εσένα που πήρες έτσι τα
πράγματα, κάπως στραβά, και με παρεξήγησες;
Η αγάπη είναι άθλημα. Είναι κάτι που δεν έρχεται εύκολα. Το κατακτάς.
Και όταν έρθει όμως, πάλι δεν μένει εύκολα. Πάλι πάει να φύγει. Και
πάλι πάει να έρθει. Ας δούμε μια υποθετική άλλη εξέλιξη του προηγούμενου
παραδείγματος. Αν την ώρα εκείνη που με έβριζες και μου έλεγες: «Πάτερ,
μόνο λόγια λες», σήκωνα το τηλέφωνο, το άρπαζα και σου μιλούσα και σου
έλεγα: «Παρακαλώ; Τι θα θέλατε; Θα σας μιλήσω. Γιατί να μη σας μιλήσω.
Σε εσάς δεν θα μιλήσω;» «Αχ, πάτερ μου, μου μιλήσατε! Τι καλός που είστε
τώρα!» θα έλεγες. Δηλαδή, νωρίτερα που δεν απαντούσα, ήμουν ένας
υποκριτής που μόνο λόγια έλεγα. Αν μιλήσω, γίνομαι ξαφνικά πάλι καλός.
Δηλαδή, όποιος μας κάνει το χατίρι, όποιος μας κάνει αυτά που
θέλουμε και όποιος πάει με τα νερά μας είναι αγαπητός. Αυτή είναι η
ανθρώπινη αγάπη. Αγάπη δοσοληψίας: μου δίνεις, σου δίνω, είμαστε
εντάξει. Υπάρχει μια ισότητα. Η αγάπη η αληθινή όμως φανερώνεται μέσα
στην αδικία, μέσα στην κακία. Να δέχεσαι κακία και εσύ να βγάζεις
μεγαλείο ψυχής. Αν το μπορείς, βέβαια.