Πρωτότυπο κείμενο
Τω
καιρώ εκείνω άνθρωπός τις προσήλθε τω Ιησού γονυπετών αυτώ και λέγων
διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε, έχοντα πνεύμα άλαλον. και όπου
αν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας
αυτού, και ξηραίνεται• και είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι,
και ουκ ίσχυσαν. ο δε αποκριθείς αυτώ λέγει˙ ώ γενεά άπιστος, έως πότε
προς υμάς έσομαι; έως πότε ανέξομαι υμών; φέρετε αυτόν προς με. και
ήνεγκαν αυτόν προς αυτόν. και ιδών αυτόν ευθέως το πνεύμα εσπάραξεν
αυτόν, και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων. και επηρώτησε τον πατέρα
αυτού• πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ; ο δε είπε• παιδιόθεν.
και πολλάκις αυτόν και εις το πυρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση
αυτόν˙ αλλ’ ει τι δύνασαι, βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς εφ’ ημάς. ο δε
Ιησούς είπεν αυτώ το εί δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι.
και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδιού μετά δακρύων έλεγε˙ πιστεύω,
κύριε˙ βοήθει μου τη απιστία. ιδών δε ο Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος,
επετίμησε τω πνεύματι τω ακαθάρτω λέγων αυτώ• το πνεύμα το άλαλον και
κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν.
και κράξαν και πολλά σπαράξαν αυτόν εξήλθε, και εγένετο ωσεί νεκρός,
ώστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. ο δε Ιησούς κρατήσας αυτόν της χειρός
ήγειρεν αυτόν και ανέστη. Και εισελθόντα αυτόν εις οίκον οι μαθηταί
αυτού επηρώτων αυτόν κατ’ ιδίαν, ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό.
και είπεν αυτοίς• τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν
προσευχή και νηστεία. Και εκείθεν εξελθόντες παρεπορεύοντο δια της
Γαλιλαίας και ουκ ήθελεν ίνα τις γνώ˙ εδίδασκε γαρ τους μαθητάς αυτού
και έλεγεν αυτοίς ότι ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας
ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και αποκτανθείς τη τρίτη ημέρα
αναστήσεται.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο
τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, γονάτισε μπροστά του και
είπε• Διδάσκαλε,• σου έφερα το γιο μου, που έχει πνεύμα άλαλο• Και όπου
τον πιάσει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και
ξεραίνεται• και είπα στους μαθητές σου για να το βγάλουν και δεν
μπόρεσαν. Και ο Ιησούς του αποκρίθηκε και λέγει• Ω γενεά άπιστη, ως πότε
θα είμαι μαζί σας ως πότε θα σας βαστάξω; Φέρτε μου εδώ το παιδί. Και
του το έφεραν. Και όταν το παιδί είδε τον Ιησού, αμέσως το πονηρό πνεύμα
το τράνταξε και έπεσε στη γη και κυλιόταν αφρίζοντας. Και ο Ιησούς
ρώτησε τον πατέρα του• Πόσος καιρός είναι από τότε που το έπαθε; Και ο
πατέρας είπε• Από τότε που ήταν παιδί. Και πολλές φορές και στη φωτιά
τον έριξε και στο νερό για να τον ξεκάμει• μα αν κάτι μπορείς, λυπήσου
μας και βοήθησε μας. Και ο Ιησούς του είπε• Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα
είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει. Και αμέσως έβαλε φωνή ο πατέρας
του παιδιού με δάκρυα και είπε• Πιστεύω Κύριε• βόηθα με στην απιστία
μου. Και όταν είδε ο Ιησούς πως μαζεύεται κόσμος, μίλησε αυστηρά στο
ακάθαρτο πνεύμα και του λέγει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω,
να βγεις από το παιδί και να μην ξαναμπείς σ’ αυτό. Και το πνεύμα, αφού
έβαλε μεγάλη φωνή και τράνταξε δυνατά το παιδί, βγήκε• και το παιδί
έγινε σαν νεκρό, ώστε πολλοί να λέγουν πως πέθανε. Και ο Ιησούς το
‘πιασε από το χέρι και το σήκωσε και εκείνο στάθηκε ορθό. Και όταν ο
Ιησούς πήγε στο σπίτι οι μαθητές του τον πήραν κατά μέρος και τον
ρωτούσαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; Και
τους είπε• Τα πονηρά πνεύματα με κανέναν τρόπο δε βγαίνουν παρά μόνο με
προσευχή και με νηστεία. Και αφού βγήκαν από εκεί διάβαιναν κρυφά μέσα
από τη Γαλιλαία και κανείς δεν ήθελε να το ξέρει. Γιατί δίδασκε τους
μαθητές του και τους έλεγε πως ο υιός του ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια
των ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν και αφού πεθάνει την τρίτη ημέρα θα
αναστηθεί.