Το γεγονός το αφηγήθηκε μία εθελόντρια αδελφή νοσοκόμα και συνέβη στο παλαιό νοσοκομείο των Πατρών, στον “Άγιο Ανδρέα”. Είπε:
“Περί το 1968-69 έκανα την πρακτική μου εξάσκηση στο παλαιό
νοσοκομείο των Πατρών που βρισκόταν κοντά στο κάστρο. Η κατάσταση βέβαια
ήταν θλιβερή από κτιριακής πλευράς , παρ’ όλες τις φιλότιμες
προσπάθειες που λιγοστού νοσηλευτικού προσωπικού και των γιατρών.
Εμείς οι εθελόντριες βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε τις μόνιμες αδελφές και συγχρόνως εξασκούμεθα.
Ένα απόγευμα του Δεκαπενταύγουστου , καθώς μπήκα στον θάλαμο των
γυναικών (με 25-30 κρεβάτια ! ), είδα μία μεσόκοπη γυναίκα να πηγαίνει
παραπατώντας προς το κρεβάτι της και ίσα που πρόλαβε να πέσει επάνω του
ημιλιπόθυμη και κατάχλωμη. Ξεσκέπαστη και μισόγυμνη δεν είχε το κουράγιο
να τραβήξει το σεντόνι επάνω της!
Την πλησίασα , την σκέπασα και στεκόμουν από πάνω της κοιτώντας το
χλωμό πρόσωπό της που ήταν ιδρωμένο. Την είχε περιλούσει κρύος ιδρώτας!
Φαινόταν αρχοντική και όμορφη γυναίκα. Πλησίασα στο αυτί της και την
ρώτησα αν θέλει να την βοηθήσω σε κάτι. Αντί για απάντηση, άπλωσε το
χέρι της και μου έβαλε με κόπο μέσα στη φούχτα μου ένα τσαλακωμένο
κιτρινωπό χαρτί, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της. Μόνο μου ψιθύρισε:
– Σας παρακαλώ, διαβάστε το μου!
Ξεδιπλώνω το χαρτάκι και τι να δω! Ήταν ένα κομμένο φύλλο, προφανώς
από κάποια “Σύνοψη” ή “Ωρολόγιο” και επάνω ήταν τυπωμένος ο πεντηκοστός
ψαλμός, ο ψαλμός της μετανοίας, το “ Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα
ἔλεός σου…” !
Άρχισα χαμηλόφωνα να της τον διαβάζω κοντά στο αυτί της: “ Ἐλέησον
μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου
ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου…”. Καθώς προχωρούσα το διάβασμα, πρόσεξα με
συγκίνηση πως από τα κλειστά μάτια της έτρεχαν δάκρυα, που κατρακυλούσαν
κι έβρεχαν το μαξιλάρι της.
Όταν τελείωσα , άνοιξε τα μάτια της, είχε λίγο συνέλθει , και με
έκπληξη είδα δυο γαλάζια παιδικά μάτια κατακάθαρα και λαμπερά να με
κοιτάζουν ήρεμα και ταπεινά. Αμέσως δε, χωρίς δυσκολία, άρχισε να μου
λέει με μεγάλη συντριβή:
– Αδελφή ,είμαι πολύ αμαρτωλή! Είχα κέντρο διασκεδάσεως και …
καταλαβαίνετε. Όμως μετάνοιωσα ειλικρινά. Δεν ξέρω όμως αν ο Θεός με
συγχώρησε.
Τότε την ρώτησα:
– Εξομολογηθήκατε; Κοινωνήσατε;
Μου απάντησε καταφατικά. Τότε με μια θεία παρόρμηση που είχα εκείνη
τη στιγμή της είπα με όση πίστη διέθετε η νεανική μου ψυχή, αλλά και με
όσα είχα διαβάσει στο ιερό Ευαγγέλιο:
– Και βέβαια σας συγχώρησε ο Χριστός! Η άφεση σας δόθηκε μέσα στο
Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως .Μην αμφιβάλετε για το έλεος του Θεού.
Έπρεπε να υπήρχε ο τρόπος να αποθανατιστούν οι λάμψεις της χαράς που
φάνηκαν μέσα στα γαλάζια μάτια της. Χαρά, χαρά , πλημμύρα χαράς!
Συγκινήθηκα και της είπα, ενώ ακουγόταν από το εκκλησάκι του αγίου
Χαραλάμπους η Παράκληση της Παναγίας:
– Κάνετε υπομονή, να γίνετε καλά και να πάτε να ψάλλετε κι εσείς στην Εκκλησία.
Μου απάντησε ήρεμα και ξεκάθαρα:
– Δεν πρόκειται να ζήσω. Το γνωρίζω. Έχω καρκίνο σε όλη την κοιλιά. Θα πάω να ψάλω επάνω , στην Εκκλησία τ’ Ουρανού!
Το είπε τόσο ειρηνικά, σχεδόν χαρούμενα , ώστε με εξέπληξε.
Πράγματι, όταν πήγα στο νοσοκομείο την επομένη εβδομάδα , το κρεβάτι
της ήταν άδειο! Είχε τόση συντριβή και τόση μετάνοια , ώστε δεν
αμφιβάλει κανείς πως θα βρήκε έλεος από Εκείνον, που θυσιάστηκε για να
σώσει τον κάθε αμαρτωλό. Η ομορφιά της μετανοίας αυτής της γυναίκας
έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου..”