Είναι
πραγματικότητα η αλλαγή των ηθών στους καιρούς μας. Σημαίνοντα πρόσωπα
διαλέγουν να μην παντρεύονται, να μην βαφτίζουν τα παιδιά τους, να μην
ακολουθούν, έστω και τύποις, τον δρόμο της συντριπτικής πλειονοψηφίας
του λαού μας. Σταδιακά επέρχεται
και η αλλαγή και έναντι της ζωής και έναντι του θανάτου. Απαίτηση για
καύση του νεκρού και υπαινιγμοί εναντίον της Εκκλησίας ότι αυτή είναι
που δήθεν πιέζει τους Δήμους, τους κατεξοχήν δηλαδή αρμοδίους, να μην
προχωρήσουν στην ίδρυση αποτεφρωτηρίων, αίτηση για καθιέρωση της
πολιτικής κηδείας, αντί για την θρησκευτική-εκκλησιαστική, με σαφή
δήλωση ότι ο νεκρός ήταν άθεος και δεν θέλει η οικογένειά του να έχει
καμία σχέση με την Εκκλησία, ούτε μετά θάνατον, ένα αίσθημα ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν ανήκουν στην κοινότητα των πολλών, αλλά στα δικαιώματά τους.
Η Εκκλησία προφανώς δεν πρέπει να δεσμεύσει την ελευθερία των ανθρώπων. Ο λόγος του Χριστού άλλωστε ηχεί στ᾽ αυτιά όλων μας:
“όστις θέλει”. Οφείλει όμως να ευαγγελίσει τους ανθρώπους στην
διδασκαλία της. Να τονίσει ότι η νεκρώσιμη ακολουθία έχει τριπλό
χαρακτήρα. Είναι πρώτα προσευχή για τον κεκοιμημένο, ώστε, ασχέτως των
επιλογών του στην ζωή για τις οποίες είναι υπεύθυνος, μολονότι κανείς
δεν γνωρίζει αν επέμενε σ᾽ αυτές μέχρι την τελευταία κυριολεκτικά
στιγμή, να έχει καλή απολογία επί του φοβερού βήματος του Χριστού και να
τύχει του ελέους του Θεού. Είναι μία ευκαιρία οι οικείοι του
κεκοιμημένου να πενθήσουν τον δικό τους άνθρωπο ελπίζοντας στην κοινή
ανάσταση, όπως η ακολουθία υπερτονίζει! Είναι, τέλος, η έκφραση της
αγάπης της κοινότητας, η οποία αποχωρίζεται ένα μέλος της, ζητώντας να
το αποχαιρετήσει και να συμπαρασταθεί στους οικείους του. Και είναι αυτός ο αποχαιρετισμός δήλωση της συνέχειας ότι
η ταυτότητα του λαού και της κοινότητας δεν επηρεάζεται από τον θάνατο,
θυμάται αυτόν που φεύγει, αλλά και συνεχίζει μαζί με όσους μένουν στην
οδό της παράδοσης.
Η
πολιτική κηδεία είναι σημάδι των καιρών. Έκφραση ανεπιφύλακτης εμμονής
στην βεβαιότητα της ανυπαρξίας μεταθανάτιας ζωής. Δήλωση μηδενισμού της
ύπαρξης, όπως ο πολιτισμός μας διατρανώνει τονίζοντας ότι “μια ζωή την
έχουμε”. Σύνδεση
της νεκρώσιμης ακολουθίας με την απέχθεια για τους κληρικούς συλλήβδην
και άρνηση αποδοχής της αποστολής τους να αγαπούνε κυρίως αυτούς που δεν
τους θἐλουν. Δήλωση συνέπειας ότι δεν θέλει ο κεκοιμημένος να κάνει
κάτι που αρνήθηκε στην ζωή του, με εγωιστικό προσπέρασμα της αλήθειας
ότι στον θάνατο είμαστε ίσοι και ότι οι ιδέες μας δεν μας συνοδεύουν,
αλλά μένουν πίσω. Ένας μοντερνισμός δηλωτικός του κενού για νόημα που
υπερβαίνει τον χρόνο και τον κόσμο.
Ανάλογη
είναι και η απαίτηση για καύση του νεκρού σώματος. Ιδέα παρμένη από τον
μηδενισμό του σώματος των ανατολικών θρησκευμάτων, συνδεδεμένη με την
άρνηση της ανάστασης, στηριγμένη στην άρνηση της πίστης και στον
δικαιωματισμό, γίνεται μοντερνισμός που κάνει θόρυβο.
Η
πίστη θα συνεχίσει με την ελπίδα. Στα λείψανα των αγίων μας, ιδιαιτέρως
στα άφθαρτα, διαπιστώνουμε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέρμα της
ύπαρξης, αλλά το πέρασμά της, το Πάσχα της στην κοινωνία με τον Χριστό
και τους Αγίους. Γι᾽ αυτό και ο νεκρός αποκαλείται κεκοιμημένος και το
νεκροταφείο κοιμητήριο. Μόνο στην Εκκλησία προσδοκούμε ανάσταση νεκρών
και ζωή του μέλλοντος αιώνος. Και δεν είναι δικαίωμα, αλλά δωρεά, ευλογία και εμπιστοσύνη!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός