Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

ΧΑΙΡΕ Η ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥ ΛΥΤΡΟΥΜΕΝΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ,ΧΑΙΡΕ Η ΤΟΥ ΒΟΡΒΟΡΟΥ ΡΥΟΥΜΕΝΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ


             Πολλές οι μορφές της ειδωλολατρίας στους καιρούς μας. Κυριαρχεί η εικόνα.
Παλαιότερα ήταν τα αγάλματα, στα οποία οι άνθρωποι πρόσφεραν θυσία στους θεούς. Ήταν τα κατασκευάσματα ενός κόσμου ο οποίος έβλεπε από την μία την φύση και από την άλλη τα πάθη του ανθρώπου και μετέτρεπε την ανάγκη για προστασία από τις φυσικές δυνάμεις, όπως επίσης και την ανάγκη για δικαιολόγηση των δικών του αδυναμιών, σε θεότητες, ώστε να μπορεί να αισθάνεται ασφάλεια. Αν ο ήλιος, ο κεραυνός, η θάλασσα, η γη, οι εποχές είχαν στοιχειά πίσω τους, αν η απιστία, η πολεμική διάθεση, ο έρωτας κι ο θάνατος δικαιολογούνται  να είναι άμετρες καταστροφικότητες, είναι διότι οι θεοί που κρύβονται σε όλες αυτές τις δυνάμεις είναι σαν κι εμάς και χρειάζονται εξιλέωση, χρειάζονται ταξίματα, χρειάζονται καταπράυνση.  Ούτε είναι η ανάγκη μας για δημιουργικότητα, για σοφία, για συνύπαρξη που μάς καλούν να βρούμε θεούς, για να κάνουμε αυτό που από μόνοι μας δυσκολευόμαστε. Να υποχωρούμε δηλαδή μεταξύ μας, να βάζουμε νόμους και κανόνες, να έχουμε γιορτές για να μπορούμε να ομορφαίνουμε την ζωή μας, να μην είναι η ζωή μας θεμελιωμένη μόνο στο λογικό.
Σήμερα θεός είναι ο εαυτός μας. Δεν είναι μόνο η μεταμοντέρνα αντίληψη ότι η αλήθεια είναι προσωπική υπόθεση και απόφανση. Ότι ο καθένας μας είναι κάτοχος της προσωπικής του θέασης της αλήθειας και ότι δεν τον ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, αφού είναι ο ίδιος η αυθεντία. Είναι ότι αυτόν τον μικρό θεό μπορούμε να τον λατρεύσουμε ανεβάζοντας την εικόνα του ως φωτογραφία σε έναν κόσμο στον οποίο όλοι χωρούμε, εκτός από εκείνους που δεν συμμετέχουν σ’ αυτόν. Η αναγνωρισιμότητα, η αποδοχή, η συμμετοχή των άλλων στην προβολή της εικόνας μας είναι το Α και το Ω για να αισθανόμαστε κάποιοι. Και είναι δύσκολο να εξαιρεθούμε από αυτό το παιχνίδι του να γινόμαστε ΑΥΤΕΙΔΩΛΑ (όπως αναφέρεται στον Μεγάλο Κανόνα). Θα έχουμε όλοι έναν μικρό ή μεγαλύτερο στρατό από «ακόλουθους», δηλαδή εν είδει πιστών που θα μας λατρεύουν.
Τότε η ανθρωπότητα χρειάστηκε την Υπεραγία Θεοτόκο, για να μας λυτρώσει από την βάρβαρη θρησκεία της πολυθεΐας. Μία γυναίκα άσημη και ανύπαρκτη για τις εξουσίες, θρησκευτικές και πολιτικές. Ανύπαρκτη και για τους συντοπίτες της, γεννά τον Σαρκωμένο Θεό. Δεν είναι απλώς αυτή που την φιλοξενεί εν μήτρα της. Δανείζει σάρκα και φύση ανθρώπινη και κάνει τον κόσμο να δει την ζωή και την αλήθεια πέρα από την φύση. Δεν είναι ο φόβος του θανάτου, ο φόβος τω στοιχειών της φύσης, οι ανάγκες και οι επιθυμίες που δεσπόζουν τώρα. Είναι η αγάπη που ως τέλεια διά της σχέσεως με τον Θεό έξω βάλλει κάθε φόβο. Είναι η αγάπη, η οποία κάνει τους νόμους περιττούς. Είναι η αγάπη που κάνει όλη την ζωή γιορτή και όχι μόνο κάποιες συγκεκριμένες μέρες. Διότι τον Σαρκωμένο Θεό Τον ακολουθούν μυριάδες μυριάδων, παιδιά κι αυτοί της Υπεραγίας Θεοτόκου ως προς τον τρόπο της πίστης, τον τρόπο της υπακοής και της εμπιστοσύνης, τον τρόπο της θυσίας, τον τρόπο του μοιράσματος, τον τρόπο της ελπίδας. Είναι η αγάπη που μας υποδεικνύει ότι δεν είναι τα πάθη μας ακατάβλητα, αλλά ότι «ο έρωτας με έρωτα νικιέται», ο έρωτας για την αμαρτία, ζοφώδης και ασέληνος, υποτάσσεται στον έρωτα για τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ενώ ό,τι φαίνεται ακαταμάχητο κατά φύσιν, ο άνθρωπος για τον εαυτό του, γίνεται υπέρ την φύσιν ευλογία. Ο εαυτός μου παλεύει διά της αγάπης να είναι για πάντα με τον συνάνθρωπο μαζί στον τρόπο της Εκκλησίας, στην συνάντηση που οδηγεί στην αιωνιότητα. Λυτρωθήκαμε από τον «βόρβορο» των έργων μας, διότι η μετάνοια αναστέλλει την ισχύ τους, τα κάνει χθες, οδηγεί την ύπαρξη σε μία συνεχή νέα αρχή με την παρουσία του Χριστού.
Και σήμερα μάς χρειάζεται πάλι η Υπεραγία Θεοτόκος. Να μας δείξει το μέτρο της χαράς. Το μέτρο της αλήθειας μας που δεν είναι ο εαυτός μας, αλλά ο Σαρκωμένος Θεός και ο πλησίον, ο τρόπος της Εκκλησίας. Ο τρόπος της υπέρβασης της φύσης. Ο τρόπος της αγάπης. Υπάρχει η πρόνοια του Αγαπώντος Θεού, ο Οποίος δύναται να μας δώσει ό,τι μας λείπει, να θεραπεύσει τα ασθενή μας. Στο άγχος της προβολής της εικόνας μας, να μας φωτίσει λιγότερο να προβαλλόμαστε και περισσότερο να μοιραζόμαστε. Δεν είναι το είδωλό μας που μετρά, αλλά η ζωή μας. Δεν είναι ο ορθολογισμός μόνο, αλλά, κυρίως, η καρδιά. Είναι η έξοδός μας από το εγώ μας και όχι ο εγκλωβισμός σ’  αυτό. Είναι η δίψα για το υπέρ την φύσιν, που χρειάζεται ως οδός υπέρβασης του θανάτου, όσο κι αν ο θάνατος κυβερνά.
Η Υπεραγία Θεοτόκος ας μας δείχνει τον δρόμο!