Το όραμα του ανθρώπου είναι να ζήσει έναν παράδεισο. Ο καθένας μπορεί να ορίζει τα επιμέρους του παραδείσου του διαφορετικά, ανάλογα με τον χαρακτήρα και τις επιθυμίες του. Όμως
όλοι συμφωνούν ότι παράδεισος σημαίνει την ευτυχία. Και η ευτυχία
έρχεται όταν ο άνθρωπος έχει αυτά που του δίνουν την χαρά που κρατά.
Στον παράδεισο θα βάζαμε μία σχέση που δεν έχει προβλήματα, που δομείται
στην αγάπη, στο μοίρασμα, στην τρυφερότητα, στο να προλαβαίνει ο ένας
τις επιθυμίες του άλλου. Στον παράδεισο θα βάζαμε μία ζωή χωρίς λύπη,
χωρίς πειρασμούς, χωρίς δοκιμασίες και σταυρούς. Θα βάζαμε έναν κόσμο ο
οποίος δεν θα λειτουργούσε ανταγωνιστικά, αλλά φιλικά. Μια κοινωνία στην
οποία ο ένας θα βοηθούσε τον άλλον. Κυρίως όμως, στον παράδεισο θα
θέλαμε να μην υπάρχει θάνατος, κακό, τέλος.
Αυτή η νοσταλγία εκφράζεται με την αντίδραση του ανθρώπου σε κάθε αναποδιά στην ζωή. Σαν ένας νέος πρωτόπλαστος, όποια επιλογή κι αν κάνει, ο άνθρωπος προσπαθεί να απεκδυθεί τις ευθύνες του. Να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Να ρίξει τα βάρη στους άλλους, στην κοινωνία, στον Θεό τον ίδιο. Να εξαιρέσει τον εαυτό του από την αποτυχία, την αμαρτία, την ήττα. Ο άνθρωπος μοιάζει με έναν αιώνιο έφηβο, που γκρινιάζει διότι ο κόσμος δεν είναι παράδεισος, αλλά και δυσκολεύεται να παλέψει για να τον καταστήσει παράδεισο. Διότι ο κόσμος μας προϋποθέτει την συμμετοχή του ανθρώπου για να γίνει καιρός χαράς. Την αγάπη του ανθρώπου και την εμπιστοσύνη του στον Θεό, για να μπορέσει κατά κάποιον τρόπο να μετατραπεί σε κοινωνία στην οποία τα όνειρα του ανθρώπου θα πραγματωθούν. Ακόμη και στις πιο ιδανικές συνθήκες, πάντα θα υπάρχει η ανθρώπινη ελευθερία να παλέψει με εμπιστοσύνη στον Θεό και στις εντολές του να δει τον κόσμο ως παράδεισο ή η επιλογή της αυτοθέωσης, δηλαδή να κάνει τον κόσμο όπως θέλει ο ίδιος, χωρίς Θεό, με τον πλησίον υποταγμένο, σε έναν αέναο ανταγωνισμό ποιος θα επικρατήσει και ποιος θα φταίει. Οδός θανάτου.
Σ’ αυτόν τον κόσμο η Εκκλησία μας προβάλλει ως ένα αλλιώτικο υπόδειγμα την Υπεραγία Θεοτόκο. Μας δηλώνει ότι η Παναγία κάνει να ανθίζει λιβάδι
πνευματικής αγαλλίασης, η Παναγία ετοιμάζει λιμάνι για τις ψυχές μας. Το λιβάδι αυτό είναι ο Χριστός. Αυτός γίνεται ο Παράδεισός μας. Αυτός έρχεται να αναλάβει την ευθύνη να γιατρέψει τον θάνατο σε κάθε μορφή του, δίνοντάς μας ανάσταση. Αυτός έρχεται να μας δείξει ότι ο Θεός είναι αγάπη, αλλά η αγάπη δεν είναι μόνο συγχώρεση και μακροθυμία. Είναι απόφαση άρσης του σταυρού μας. Απόφαση αγώνα να αλλάξουμε εμείς, να μετανοήσουμε για τα μικρότερα ή μεγαλύτερα σφάλματά μας, να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, να μοιραστούμε, να τροφοδοτήσουμε τον εαυτό μας με την αλήθεια της πίστης. Ότι ο Παράδεισος έρχεται όταν η καρδιά μας εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Όταν πορευόμαστε με ανοιχτότητα ψυχής. Όταν είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε την αλήθεια, ακόμη κι αν αυτή κάνει τους άλλους να δυσαρεστούνται, να απογοητεύονται, να μας κηρύσσουν αποσυνάγωγους, να μας χαρακτηρίζουν συντηρητικούς και οπισθοδρομικούς.
Αυτή την οδό την έζησε πρώτη η Παναγία. Ανέλαβε την ευθύνη να φέρει στον κόσμο τον Χριστό. Να νικήσει κάθε αντιξοότητα του καιρού της. Ακόμη και την ίδια την αδυναμία της φύσης να νοήσει πώς μπορεί να κυοφορήσει άνευ ανδρός, πώς ο αχώρητος θα χωρέσει εν μήτρα. Κάθε ζάλη λογισμών αμφιβόλων. Κάθε άρνηση των άλλων να δεχτούν τον Θεό που γίνεται παιδί, πέραν της λογικής και της προσδοκίας. Και συνεχίζει να υπάρχει σ’ αυτήν την οδό, καθώς μεσιτεύει για τον καθέναν μας, που την επικαλείται, χωρίς πάντοτε να είναι έτοιμος να παλέψει για τον παράδεισο, κάποτε κουρασμένος και αποκαμωμένος από τον φόρτο της ζωής ή κάποτε με αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι. Γι’ αυτό και η Παναγία έγινε λιμάνι, όχι για λίγους, αλλά για όλους. Γιατί στην αγκαλιά της, στην μητρική της στοργή, στην υπόμνησή της ότι δεν μας εγκαταλείπει, ο καθένας μας βρίσκει παρηγοριά στις φουρτούνες της ζωής του. Προσεύχεται, εναποθέτει βάρη, ξαναβρίσκει την ασφάλεια της παιδικής ηλικίας, όταν αρκούσε η αγκαλιά της μάνας μας και κάθε φόβος έσβηνε.
Ο κόσμος δεν γίνεται παράδεισος, αν δεν παλέψουμε. Αλλά κι όλη μας την ζωή να δώσουμε, πάλι ο παράδεισος αργεί. Γιατί δεν αρκούν η θέληση και ο αγώνας μας, εφόσον πάντοτε θα υπάρχει παράγοντας δωρεάς, ευλογίας, αλλά και σταυρού και αντίθεσης, η ελευθερία μας και η ελευθερία των άλλων. Η Παναγία, ως μητέρα του Θεού, μας δείχνει ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Ας την μιμηθούμε, ας την παρακαλούμε, ας αναπαυόμαστε στον τρόπο της!
Αυτή η νοσταλγία εκφράζεται με την αντίδραση του ανθρώπου σε κάθε αναποδιά στην ζωή. Σαν ένας νέος πρωτόπλαστος, όποια επιλογή κι αν κάνει, ο άνθρωπος προσπαθεί να απεκδυθεί τις ευθύνες του. Να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Να ρίξει τα βάρη στους άλλους, στην κοινωνία, στον Θεό τον ίδιο. Να εξαιρέσει τον εαυτό του από την αποτυχία, την αμαρτία, την ήττα. Ο άνθρωπος μοιάζει με έναν αιώνιο έφηβο, που γκρινιάζει διότι ο κόσμος δεν είναι παράδεισος, αλλά και δυσκολεύεται να παλέψει για να τον καταστήσει παράδεισο. Διότι ο κόσμος μας προϋποθέτει την συμμετοχή του ανθρώπου για να γίνει καιρός χαράς. Την αγάπη του ανθρώπου και την εμπιστοσύνη του στον Θεό, για να μπορέσει κατά κάποιον τρόπο να μετατραπεί σε κοινωνία στην οποία τα όνειρα του ανθρώπου θα πραγματωθούν. Ακόμη και στις πιο ιδανικές συνθήκες, πάντα θα υπάρχει η ανθρώπινη ελευθερία να παλέψει με εμπιστοσύνη στον Θεό και στις εντολές του να δει τον κόσμο ως παράδεισο ή η επιλογή της αυτοθέωσης, δηλαδή να κάνει τον κόσμο όπως θέλει ο ίδιος, χωρίς Θεό, με τον πλησίον υποταγμένο, σε έναν αέναο ανταγωνισμό ποιος θα επικρατήσει και ποιος θα φταίει. Οδός θανάτου.
Σ’ αυτόν τον κόσμο η Εκκλησία μας προβάλλει ως ένα αλλιώτικο υπόδειγμα την Υπεραγία Θεοτόκο. Μας δηλώνει ότι η Παναγία κάνει να ανθίζει λιβάδι
πνευματικής αγαλλίασης, η Παναγία ετοιμάζει λιμάνι για τις ψυχές μας. Το λιβάδι αυτό είναι ο Χριστός. Αυτός γίνεται ο Παράδεισός μας. Αυτός έρχεται να αναλάβει την ευθύνη να γιατρέψει τον θάνατο σε κάθε μορφή του, δίνοντάς μας ανάσταση. Αυτός έρχεται να μας δείξει ότι ο Θεός είναι αγάπη, αλλά η αγάπη δεν είναι μόνο συγχώρεση και μακροθυμία. Είναι απόφαση άρσης του σταυρού μας. Απόφαση αγώνα να αλλάξουμε εμείς, να μετανοήσουμε για τα μικρότερα ή μεγαλύτερα σφάλματά μας, να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, να μοιραστούμε, να τροφοδοτήσουμε τον εαυτό μας με την αλήθεια της πίστης. Ότι ο Παράδεισος έρχεται όταν η καρδιά μας εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Όταν πορευόμαστε με ανοιχτότητα ψυχής. Όταν είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε την αλήθεια, ακόμη κι αν αυτή κάνει τους άλλους να δυσαρεστούνται, να απογοητεύονται, να μας κηρύσσουν αποσυνάγωγους, να μας χαρακτηρίζουν συντηρητικούς και οπισθοδρομικούς.
Αυτή την οδό την έζησε πρώτη η Παναγία. Ανέλαβε την ευθύνη να φέρει στον κόσμο τον Χριστό. Να νικήσει κάθε αντιξοότητα του καιρού της. Ακόμη και την ίδια την αδυναμία της φύσης να νοήσει πώς μπορεί να κυοφορήσει άνευ ανδρός, πώς ο αχώρητος θα χωρέσει εν μήτρα. Κάθε ζάλη λογισμών αμφιβόλων. Κάθε άρνηση των άλλων να δεχτούν τον Θεό που γίνεται παιδί, πέραν της λογικής και της προσδοκίας. Και συνεχίζει να υπάρχει σ’ αυτήν την οδό, καθώς μεσιτεύει για τον καθέναν μας, που την επικαλείται, χωρίς πάντοτε να είναι έτοιμος να παλέψει για τον παράδεισο, κάποτε κουρασμένος και αποκαμωμένος από τον φόρτο της ζωής ή κάποτε με αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι. Γι’ αυτό και η Παναγία έγινε λιμάνι, όχι για λίγους, αλλά για όλους. Γιατί στην αγκαλιά της, στην μητρική της στοργή, στην υπόμνησή της ότι δεν μας εγκαταλείπει, ο καθένας μας βρίσκει παρηγοριά στις φουρτούνες της ζωής του. Προσεύχεται, εναποθέτει βάρη, ξαναβρίσκει την ασφάλεια της παιδικής ηλικίας, όταν αρκούσε η αγκαλιά της μάνας μας και κάθε φόβος έσβηνε.
Ο κόσμος δεν γίνεται παράδεισος, αν δεν παλέψουμε. Αλλά κι όλη μας την ζωή να δώσουμε, πάλι ο παράδεισος αργεί. Γιατί δεν αρκούν η θέληση και ο αγώνας μας, εφόσον πάντοτε θα υπάρχει παράγοντας δωρεάς, ευλογίας, αλλά και σταυρού και αντίθεσης, η ελευθερία μας και η ελευθερία των άλλων. Η Παναγία, ως μητέρα του Θεού, μας δείχνει ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Ας την μιμηθούμε, ας την παρακαλούμε, ας αναπαυόμαστε στον τρόπο της!