Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

kenias koronoios 14
Του Σεβ. Μητροπολίτη Ναϊρόμπης κ. Μακαρίου

Θα ήθελα, λόγω της δημιουργηθείσας κατάστασης με την παρουσία της νόσου από την Κίνα που τρομοκράτησε τον κόσμο και αριθμεί μερικές χιλιάδες θύματα παγκοσμίως, να σημειώσω τις ταπεινές μου σκέψεις, για να καθησυχάσω μερικούς που έστω κάνουν τη σκέψη ότι η νόσος – επιδημία αυτή μπορεί να μεταδοθεί μέσω της Θείας Κοινωνίας, όταν δηλ. εμείς κοινωνούμε σώμα και αίμα Κυρίου.
Τα δύσκολα χρόνια που περάσαμε όσοι εκείνη την εποχή δηλ. τις δεκαετίες 1980 – 1990 και εξής στην Αφρική, όταν εμφανίστηκε η θανατηφόρος νόσος του AIDS και ιδιαίτερα στον χώρο της Ανατολικής Αφρικής, όπου κυριολεκτικά θέριζε και θανάτωσε εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως νέους, ενθυμούμαι έντονα πόσο επηρεάστηκαν οι Αφρικανοί, όταν διαδόθηκαν πληροφορίες για τυχόν επικίνδυνη περίπτωση της μετάδοσης της Θείας Μεταλήψεως δηλ. του σώματος και αίματος του Κυρίου μας.
Την εποχή εκείνη βλέπαμε επί καθημερινής βάσης πόσοι δικοί μας άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους και υπήρχε μια τρομοκρατία στις συνειδήσεις των ανθρώπων, στις σκέψεις και στις ενέργειές τους. Ήταν τόσος ο φόβος και ο τρόμος, αφού μπροστά στα μάτια μας βλέπαμε καθημερινά να μας φεύγουν αγαπημένα μας πρόσωπα.
Τότε δεν υπήρχε ακόμα καμιά πρόνοια ή προφύλαξη. Η εξάπλωση της θανατηφόρου αυτής ασθένειας ήταν κατακόρυφος και δεν υπήρχε κανένας τρόπος ανακοπής της. Όσο κι αν οι άνθρωποι ήθελαν να ζήσουν, ιδιαίτερα οι νέοι, ενθυμούμαι έντονα το συναίσθημά τους.
«Θέλω να ζήσω, δεν θέλω να πεθάνω». Κι όμως ήταν αδύνατο να τους σώσουμε, να τους βοηθήσουμε. Έφευγαν μέσα από τα χέρια μας. Η μόνη μας ελπίδα ήταν η πίστη στο θαύμα.
Έτσι, επειδή διαβάζω καθημερινά για την παρούσα κατάσταση που δημιουργήθηκε με την εμφάνιση του νέου αυτού θανατηφόρου ιού, θα ήθελα να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία, τότε που ο ιός του AIDS σκότωνε κυριολεκτικά τους ανθρώπους της Ανατολικής Αφρικής και συγκεκριμένα εδώ στην Κένυα.
Τότε πρωτοπήγαμε στην περιοχή των Μασάι, γνωστή ανά το παγκόσμιο, αφού ακόμα μέχρι σήμερα διατηρούν τα αρχαία τους έθιμα. Ήταν πολύ φυσικό, αφού είναι παράδοση της φυλής να έχουν όσες γυναίκες θέλουν.
Καταλαβαίνει κανείς πόσο είχε εισδύσει στις ζωές των ανθρώπων αυτών ο ιός του AIDS και πόσοι πέθαιναν αφού μεταδιδόταν με τη σεξουαλική επαφή, κυρίως αλλά και με πολλούς άλλους τρόπους.
Η πρωτόγονη αυτή φυλή, με ωραία έθιμα, καθώς τόσο οι άνδρες, όσο και οι γυναίκες ακόμα και τα παιδιά θαυμάζονται απ’ όλους με τα πλούσια στολίδια που τους περιβάλλουν, ακόμα και το βάψιμο των κορμιών τους, που είναι όλοι ημίγυμνοι. Είναι μια ωραία εικόνα, όμως την εποχή εκείνη δυστυχώς πέθαινα από τον ιό του AIDS, αφού το μικρόβιο της νόσου ήταν τόσο μεταδιδόμενο.
Δεν είχαμε ακόμα μόνιμο ναό και λειτουργούσαμε στην ύπαιθρο κάτω από τα δέντρα, αν υπήρχαν. Κουβαλούσαν πάνω τους, εκτός από το AIDS και άλλες μεταδοτικές ασθένειες, αφού ζούσαν κάτω από πρωτόγονες συνθήκες και τα δικά τους έθιμα συγκρούονταν θανάσιμα με τη γενική πραγματικότητα της ζωής των ανθρώπων άλλης καταγωγής και κουλτούρας.
Πραγματικά, οι ίδιοι οι Αφρικανοί άλλων φυλών της Κένυας, μα και οι ιεροσπουδαστές μας, ιδιαίτερα από τη Δυτική Αφρική – Νιγηρία, Καμερούν, Γκάνα – προβληματίστηκαν και κατά κάποιο τρόπο δημιουργήθηκε με΄σα τους ένα είδος ανασφάλειας και αβεβαιότητας.
Πόσο μάλλον εγώ ο Ευρωπαίος, ο λευκός. Δεν είχα απολύτως κανένα πρόβλημα, αφού ήδη ήμουν αποφασισμένος και έκανα την επιλογή μου μέσα μου, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να εργαστώ, να κουραστώ, να ταλαιπωρηθώ, να πεινάσω και να διψάσω, να αρρωστήσω και να πεθάνω ακόμα.
Γι’ αυτό δε φοβόμουνα ούτε έχασα την ελπίδα και το θάρρος μου. Είχα δίπλα μου μια στρατιά αγγέλων, αγίων μορφών, που υπήρξαν πνευματικοί μου πατέρες και σύμβουλοι στο κάθε βήμα και στις αποφάσεις μου.
Τους είχα δίπλα μου και με οδηγούσαν εκεί που έπρεπε να πορευθώ και να ζήσω για να βοηθήσω καλύτερα τον άνθρωπο. Ο φόβος, το άγχος και η αβεβαιότητα δεν είχαν καμιά θέση στην πορεία αυτή.
Βλέπουμε, σήμερα, παγκόσμια, μια αδιαφορία, μια κοινωνία που δεν παραδέχεται το μυστήριο αυτό της επικοινωνίας με τα ουράνια. Άρνηση και αδιαφορία. Αποτέλεσμα; Απελπισία! Και δημιουργείται έτσι μια καταναλωτική κοινωνία υλικού ευδαιμονισμού, χωρίς βάθος και υπόβαθρο, στήριγμα και ελπίδα.
Ο άνθρωπος έχει μια υπεροψία και νομίζει ότι κατέκτησε τα πάντα, αν και κατέχει κεντρική θέση η διαφθορά και η επιθυμία των κοσμικών ορέξεων και χρεοκοπημένων παρανομιών «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. 13/3).
Δεν θέλω να θεωρηθούν τα γραφόμενά μου αυτοπροβολή και προσωπική επίδειξη. Αυτά που γράφονται σήμερα, τα έζησα και τα ζω καθημερινά μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας μας, ιδιαίτερα εκείνο της Θείας Ευχαριστίας, που όλα αγιάζουν και μεταμορφώνουν τον άνθρωπο διαχρονικά όπου τελικά επιτελείται η ένωση γης και ουρανού.
Διαβάζω τις διάφορες ανταποκρίσεις για το θέμα της Θείας Ευχαριστίας με την εμφάνιση του κορωνοϊού που πραγματικά τρομοκρατούνται οι πάντες, προβληματίζονται και δεν θέλουν να φθάσουν στο σημείο να πουν ότι δεν πιστεύουν αν και ίσως ν’ αμφιβάλλουν.
Λειτούργησα με τους Μασάι φορτωμένους με το AIDS τότε και με άλλες μεταδοτικές θανατηφόρες ή μη ασθένειες. Οι ιερείς και οι διάκονοι, όταν είδαν τι γινόταν εκείνη την ώρα της Θείας Κοινωνίας φοβήθηκαν, γιατί έπρεπε κάποιος να καταλύσει ό,τι απέμεινε μέσα στο δισκοπότηρο.
Ως καθηγητής της Τελετουργικής έλεγα στους ιεροσπουδαστές μου πως ό,τι υπάρχει μέσα είναι το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Αυτό στην τάξη, την ώρα του μαθήματος. Τώρα βρισκόμαστε στην ύπαιθρο όπου πέρασαν όλοι, χωλοί και άρρωστοι, με κάθε λογής ασθένεια και προπαντός οι μύγες και τα κουνούπια που έπεφταν μέσα στο δισκοπότηρο.
Ύψωσα το δισκοπότηρο και είπα στους ιερείς και στους διακόνους ότι μέσα είναι μόνο το σώμα και το αίμα του Κυρίου, ανεξάρτητα για την παρουσία όλων αυτών των μικροβίων. Το ύψωσα, λοιπόν, και είπα «Έτσι γίνεται η κατάλυση» και φυσικά το κατάπια όλο. Έμειναν αμίλητοι και με κοίταζαν με περισσότερη περίσκεψη τώρα για το τι θα ακολουθήσει. Και φυσικά το θαύμα έγινε όχι μόνο τότε, αλλά και άλλες φορές.
Αυτή είναι η στιγμή που όντως η Θεία Κοινωνία» γίνεται «φάρμακον αθανασίας». Είναι εδώ που αισθανόμαστε ότι ο Θεός της αγάπης και της συγγνώμης μάς δέχεται και μας αγιάζει αιώνια, προετοιμάζοντάς μας για την ακατάληπτη αγάπη του Θεού, ώστε στο τέλος να οδηγηθούμε στη σωτηρία μας και τη μόνιμη μας μεταμόρφωση.
Ένα μυστήριο που έχει την σφραγίδα της άπειρης αγάπης και αποδοχής από τον ίδιο τον Θεό για τα πλάσματά Του, τα δικά Του δημιουργήματα.
Αυτή είναι η Ορθοδοξία μας, ο ανεκτίμητος αυτός θησαυρός που σήμερα θεωρείται και είναι η ελπίδα της ανθρωπότητας.