«Μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὸν ἅδη!»
Πρὶν μερικὲς δεκαετίες, σ’ ἕνα χωριουδάκι τῆς Ἠλείας, ζοῦσε μία χαριτωμένη ἀπ’ τὸν Θεὸ ψυχή, ἡ κυρα-Κατερίνα.
Δὲν
ἤξερε καθόλου γράμματα. Ὅμως ἦταν ἕνας πολὺ φωτισμένος ἄνθρωπος, μὲ
ἀκλόνητη ζωντανὴ πίστι, σὰν κι ἐκείνη ποὺ εἶχαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ποὺ
ἔπεφταν καὶ στὴν φωτιὰ γιὰ τὸν Χριστό, προκειμένου νὰ μὴν Τὸν ἀρνηθοῦν.
Καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκαν καὶ στὴν κυρα-Κατερίνα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε:
“Πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε”
(Ματθ. 21, 22).
Ὅταν τὸν Ἰούλιο σκοτείνιαζε ὁ οὐρανὸς ἀπ’ τὰ σύννεφα κι ἐρχόταν βροχή,
ἐπειδὴ οἱ θημωνιὲς μὲ τὰ στάχυα περίμεναν γι’ ἁλώνισμα στ’ ἁλώνια, κι ἂν
ἔβρεχε θὰ καταστρεφόταν ἡ σοδειά, οἱ χωρικοὶ ἔτρεχαν στὴν κυραΚατερίνα
γιὰ νὰ προσευχηθῆ νὰ μὴν βρέξη!
Κι ἐκείνη, πήγαινε μπροστὰ στὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, προσευχόταν, καὶ τὰ σύννεφα ἔφευγαν!
Ὅταν
ἀρρώσταινε κανείς, πάλι κατέφευγαν στὴν κυρα-Κατερίνα νὰ τοὺς σταυρώση
καὶ νὰ προσευχηθῆ. Καί, ἂν διέθεταν καὶ οἱ ἀσθενεῖς πίστι, τὸ θαῦμα
γινόταν.
Ποτὲ
δὲ ἡ ἁγιασμένη αὐτὴ γυναῖκα δὲν δέχθηκε χρήματα ἢ δῶρα. Ὅ,τι ἔκανε, τὸ
ἔκανε ἀνιδιοτελῶς, μὲ μεγάλη ἁπλότητα καὶ φυσικὴ ταπεινοφροσύνη.
Ἡ σκέψις της ἦταν παρθενική. Δὲν τὴν ἐμόλυνε αὐταρέσκεια ἢ ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτό, τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ δὲν τὸ ἔχασε μέχρι τὸ τέλος τῆς ὡραίας ζωῆς της.
Κάποτε, ὁ Ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τ’ ἀποτελέσματα τῆς
προσευχῆς αὐτῆς τῆς πιστῆς γυναίκας, τὴν φώναξε καὶ ἰδιαιτέρως τὴν
ἐρώτησε:
‒Παιδί μου Κατερίνα, τί προσευχὴ κάνεις μπροστὰ στὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ;
Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε μὲ ὅλη της τὴν ἁπλότητα:
‒Ἐγὼ παππούλη μου, ὅπως γνωρίζεις, δὲν ξέρω γράμματα. Λέω μιὰ προσευχὴ ποὺ μοὔμαθε ἡ γιαγιά μου.
Λέω: “ Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος”!
Ὁ Ἱερεὺς ἔμεινε κατάπληκτος σὰν ἄκουσε τὸν πρῶτο στίχο τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου!
Ἀφοῦ λοιπὸν βεβαιώθηκε γιὰ τὸ ἄδολον αὐτῆς τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἁπλῆ καὶ βαθειά της πίστι, τῆς εἶπε:
‒Προσεύχου, παιδί μου, προσεύχου ὅπως προσεύχεσαι.
Ὅταν ἦρθε ἡ φοβερὴ γερμανικὴ κατοχή, τὸ 1941, καὶ οἱ Ἕλληνες
καταδικάστηκαν σὲ λιμοκτονία καὶ ὁ κόσμος πέθαινε ἀπὸ τὴν πεῖνα, τὸ
μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τῆς κυρα-Κατερίνας φάνηκε ἀκόμη πιὸ πολύ.
Ὁ συγχωρεμένος ὁ ἄνδρας της τῆς εἶχε ἀφήσει ἀρκετὴ περιουσία, τὴν ὁποία εἶχε ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν κυρ-’Αλέξη. Μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὸ κελλάρι τοῦ σπιτιοῦ εἶχε 1.000 ὀκάδες σιτάρι καὶ δύο μεγάλα πιθάρια λάδι.
Ἔτσι ἡ κυρα-Κατερίνα ἄρχισε τὴν διανομὴ στοὺς πεινασμένους. Εἶχε ἕνα πιάτο βαθύ, τὸ γέμιζε καὶ μοίραζε γενναιόδωρα.
Ὅταν οἱ ἐλεημένοι τῆς ἔδιναν εὐχές, ἐκείνη τοὺς ἔλεγε:
‒Ὄχι σὲ μένα εὐχαριστίες.Τὸ σιτάρι εἶναι ἀπὸ τὴν περιουσία τοῦ πεθεροῦ μου, τοῦ μπαρμπα-’Αλέξη. Νὰ λέτε: “Θεὸς συγχωρὲς τὸν κυρ-’Αλέξη”.
Ὅταν
εἶχε μοιράσει τὶς 500 ὀκάδες, εἶδε στὸν ὕπνο της τὸν πεθερὸ της, γιὰ
τὸν ὁποῖο ἔλεγαν ὅτι ἦταν τσιγκούνης κι ἂς ἦταν πλούσιος. Τὸν εἶδε σὰν
κατάδικο, μὲ τὰ μαλλιά του μεγαλωμένα μέχρι κάτω, σὲ κακὰ χάλια.
Ἡ κυρα-Κατερίνα πῆρε τότε ἕνα ψαλίδι, τοὖκοψε, λέει, τὰ μαλλιά, τὸν περιποιήθηκε καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ κεκοιμημένου φωτίστηκε!
Τότε γύρισε καὶ τῆς εἶπε μὲ ἀνακούφισι:
‒Νἆσαι εὐλογημένη, Κατερίνα μου! Μὲ τὶς ἐλεημοσύνες σου μ’ ἔβγαλες ἀπ’ τὸν ἅδη, παιδί μου!
Τὰ ἀνωτέρω τὰ ἀφηγήθηκαν μὲ συγκίνησι ὁ γυιὸς τῆς εὐλογημένης αὐτῆς
ψυχῆς, τῆς κυρα-Κατερίνας, μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα του (τὴν νύφη της), σὲ
ἕνα προσκύνημά τους στὴν Παναγία τὴν Βαρνάκοβα, τὴν Διακαινήσιμο
ἑβδομάδα τοῦ ἐφετεινοῦ χρόνου (2009).