Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο φοβᾶται τὴν κόλαση· ὅποιος φοβᾶται τὴν κόλαση ἐγκρατεύεται ἀπὸ τὰ πάθη· αὐτὸς ποὺ ἐγκρατεύεται ἀπὸ τὰ πάθη ὑπομένει τὶς θλίψεις· αὐτὸς ποὺ ὑπομένει τὶς θλίψεις θὰ ἀποκτήσει τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό· ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ χωρίζει τὸν νοῦ ἀπὸ κάθε ἐμπαθῆ προσκόλληση στὰ γήινα· καὶ ὅταν χωριστεῖ ἀπὸ αὐτὴν ὁ νοῦς, θὰ ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Ὅπως ἡ θύμηση τῆς φωτιᾶς δὲν θερμαίνει τὸ σῶμα, ἔτσι ἡ πίστη χωρὶς τὴν ἀγάπη δὲν προξενεῖ στὴν ψυχὴ τὸν φωτισμὸ τῆς γνώσεως.
Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ἑλκύει τὰ ὑγιῆ μάτια, ἔτσι καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἑλκύει μὲ φυσικὸ τρόπο τὸν καθαρὸ νοῦ μέσω τῆς ἀγάπης.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπήσει καὶ κάθε ἄνθρωπο ὅπως τὸν ἑαυτό του, ἂν καὶ τὸν δυσαρεστοῦν τὰ πάθη ἐκείνων ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμη καθαρθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν βλέπει τὴ μετάνοια καὶ τὴ διόρθωσή τους, νιώθει ἀμέτρητη καὶ ἀνείπωτη χαρά.
Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει ἔστω καὶ ἴχνος μίσους στὴν καρδιά του πρὸς τὸν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο γιὰ ὁποιοδήποτε σφάλμα, εἶναι ἐντελῶς ξένος τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό. Γιατί ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ δὲν ἀνέχεται καθόλου τὸ μίσος πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
«Ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ», λέει ὁ Κύριος, «θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές μου. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ δική μου ἐντολή, νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο» (Ἰω. 14:23, 15:12). Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τὸν συνάνθρωπο, δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολή· καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολή, οὔτε τὸν Κύριο μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ.
Ὁ Θεός, ἐπειδὴ εἶναι ἐκ φύσεως ἀγαθὸς καὶ ἀπαθής, ἀγαπᾶ ὅλους ἐξίσου ὡς δημιουργήματά του· τὸν ἐνάρετο ὅμως τὸν δοξάζει, ὡς οἰκεῖο του καὶ κατὰ τὴν προαίρεση.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ πείθει τὸν κάτοχό της νὰ καταφρονεῖ κάθε πρόσκαιρη ἡδονὴ καὶ κάθε κόπο καὶ λύπη. Ἂς σὲ πείσουν γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι τόσα ἔπαθαν γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ χαρά.