Ἕνα ἅγιο τέλος
Μιὰ ψυχὴ φρόντιζε πάντοτε νὰ ἔχη ἀδιάλειπτη τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὴ νὰ μελετᾶ καὶ τὸν Παράδεισο.
Φρόντιζε
νὰ κάνη κάθε μέρα ἐξέτασι τῆς συνειδήσεώς της καὶ ὅταν εὕρισκε ἐνοχές,
πήγαινε εὐθὺς ἀμέσως καὶ τὶς τακτοποιοῦσε στὸν Πνευματικό.
Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπέκτησε τὴν εὐλαβῆ συνήθεια καὶ ἔλεγε:
– Πάει ἡ ἡμέρα καὶ εἶμαι μιὰ ἡμέρα πιὸ κοντὰ στὸν Παράδεισο.
Καὶ περνοῦσαν οἱ ἡμέρες, καὶ κάθε βράδυ τὸ ἴδιο:
– Μιὰ ἡμέρα πιὸ κοντὰ στὸν Παράδεισο.
Παντρεύτηκε, ἔκανε πολλὰ παιδιά, ἀπέκτησε ἐγγόνια καὶ δισέγγονα, ἀλλὰ τὴν ἴδια
πνευματικὴ ἐργασία συνέχιζε κάθε βράδυ.
– Μιὰ ἡμέρα πιὸ κοντὰ στὸν Παράδεισο.
Ἕνα ἀπόγευμα αἰσθάνθηκε ἀδιάθετη. Ὅταν τὸ ἴδιο βράδυ τῆς πῆγαν λίγο τσάϊ, εἶπε στὰ παιδιά της:
– Παιδιά μου, μιὰ ἡμέρα ἀκόμα πιὸ κοντὰ στὸν Παράδεισο.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ποὺ ξύπνησε, φωνάζει τὴν κόρη της. Ἐκείνη τρέχει ἀμέσως κοντά της καὶ τῆς λέγει:
– Ἦλθε ἡ ἡμέρα! Σήμερα παιδί μου Μαρία, φεύγω… Εἰδοποίησέ τους ὅλους…
Τότε μαζεύτηκαν ὅλοι νὰ πάρουν τὴν εὐχή της. Καὶ ἀφοῦ τὴν ἔδωσε, δὲν ἔπαψε νὰ ἐπαναλαμβάνη συνεχῶς:
– Ἦλθε ἡ ἡμέρα…, ἦλθε ἡ ἡμέρα! Ἦλθε ἡ ὥρα, ἦλθε ἡ στιγμή!
Ξαφνικά, ἄστραψε τὸ πρόσωπό της καὶ στὰ χείλη της φάνηκε ἕνα ὑπερουράνιο χαμόγελο. Φωτίστηκαν τὰ πάντα καὶ ἡ ψυχή της πέταξε στοὺς οὐρανούς!
Καὶ ὅλοι, οἱ μεγάλοι καὶ οἱ μικροί, ἔμειναν ἄφωνοι γιὰ ἀρκετὴ ὥρα, θαυμάζοντας τὴν ὡραιοτάτη ἐκείνη εἰκόνα τοῦ προσώπου της, ποὺ ἔδειχνε ὅτι χαιρόταν, γιατὶ ἡ ψυχή της πέταξε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους στὸν Παράδεισο καὶ ἀπελάμβανε ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὰ οὐράνια κάλλη Του…