~ Μιά μερα, ένα πρωινό προχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα, δροσισμένα από την πρωινή δροσιά,λαμπύριζαν στον ήλιο.
Βρέθηκα σε μια χαράδρα. Την πέρασα. Κάθισα σ’ ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα κι έλεγα την ευχή. Ησυχία απόλυτη.Τίποτα δεν ακουγόταν.
Σε λίγο, μέσα στην ησυχία ακούω μια γλυκιά φωνή,μεθυστική, να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα.Τελικά, απέναντι σ’ ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι· ήταν αηδόνι. Κι ακούω το αηδονάκι να κελαηδάει, να σχίζεται· μάλλιασε, που λέμε, η γλώσσα του, φούσκωσε απ’ τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του.
Αυτό το πουλάκι το μικροσκοπικό να κάνει κατά πίσω τα φτερά του, για να έχει δύναμη και να βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγάς του! Πώ,πώ, πώ! Να ’χα ένα ποτηράκι με νερό, για να πηγαίνει να πίνει και να ξεδιψάει!
Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Τα ίδια εκείνα δάκρυα της Χάριτος που κυλούσαν αβίαστα και τα οποία απέκτησα απ’ τον γερο- Δημά. Ηταν η δεύτερη φορά που το δοκίμαζα.
Δεν μπορώ να σας μεταφέρω αυτά που ένιωσα. Αυτά που αισθάνθηκα. Σας φανερωσα, όμως, το μυστήριο. Και σκεπτόμουν.
«Γιατί το αηδονάκι να βγάζει αυτούς τους λαρυγγισμούς;
Γιατί να κάνει αυτες τις τρίλιες;
Γιατί να ψάλλει αυτό το υπέροχο άσμα;
Γιατί, γιατί,γιατί… γιατί να ξελαρυγγιάζεται;
Γιατί, γιατί, για ποιό σκοπό; Μήπως περιμένει να το επαινέσει κανείς; Όχι, βέβαια, εκεί κανείς δεν θα το κάνει αυτό». Μόνος μου φιλοσοφούσα. Αυτό τ’ απέκτησα μετά το γεγονός με τον γερο-Δημά. Πριν απ’ αυτό δεν το έκανα.
Πόσα δεν μου είπε το αηδονάκι! Και πόσα του είπα μες στη σιωπή: «Αηδονάκι μου, ποιός σου είπε οτι εγώ θα περνούσα από δώ; Εδώ κανείς δεν πλησιάζει.
Είναι τόσο απρόσιτο το μέρος. Πόσο ωραία κάνεις χωρίς διακοπή το καθήκον σου, την προσευχή σου στον Θεό! Πόσα μου λες, αηδονάκι μου, πόσα με διδάσκεις! Θεέ μου, συγκινούμαι.
Αηδόνι μου, μου δείχνεις με το κελάηδημά σου πώς να υμνώ τον Θεό, μου λες χίλια, πολλά, πάρα πολλά…».
Δεν είμαι καλά από υγεία, να τα πώ όπως τα νιώθω. Θα μπορούσε να γραφεί ένα ολόκληρο πεζογράφημα. Το αγάπησα πολύ το αηδόνι. Το αγάπησα και μ’ ενέπνευσε. Σκέφτηκα: «Γιατι εκείνο κι όχι κι εγώ; Γιατί εκείνο να κρύβεται κι όχι κι εγώ;». Και μου ήρθε στο νου ότι πρέπει να φύγω, πρέπει να χαθώ, πρέπει να μην υπάρχω. Είπα: «Γιατί; Είχε αυτό κόσμο μπροστά του; Ήξερε οτι ήμουν εγώ και τ’ άκουγα; Ποιός τ’ άκουγε που ξελαρυγγιαζόταν; Γιατί πήγαινε σε τέτοια κρυφά μέρη;
Αλλά κι εκείνα τ’ αηδόνια μές στο λόγγο, μές στη ρεματιά που βρισκόντουσαν τη νύκτα και την ημέρα, το βράδυ και το πρωί, ποιός τ’ άκουγε που ξελαρυγγιαζόντουσαν όλα;Και γιατι το κάνανε αυτό το πράγμα; Και γιατί πηγαίνανε σε τέτοια κρυφά μέρη; Γιατι σπάζανε το λάρυγγά τους;
Ο σκοπός ήταν η λατρεία, το ψάλσιμο στον Δημιουργό τους, η λατρεία στον Θεό». Έτσι τα εξηγούσα.
Όλα αυτά τα θεώρησα οτι ήταν του Θεού άγγελοι, δηλαδη πουλάκια που δοξάζανε τον Θεό, τον Πλάστη των πάντων και δεν τ’ άκουγε κανείς. Ναι, κρύβονταν, να μην τ’ ακούει κανείς,πιστέψτε με! Δεν τα ενδιέφερε να τ’ ακούνε, αλλά ποθούσαν μές τη μοναξιά,μές την ησυχία, μές την ερημιά, μές την σιωπη να τ’ ακούει ποιος άλλος;
Ο Πλάστης των πάντων, ο Δημιουργός του παντός. Αυτός που τους χάριζε ζωή και πνοή και φωνή. Θα ρωτήσετε: «Είχανε μυαλό;». Τι να πω, δεν ξέρω αν το εκαναν συνειδητά ή όχι. Δεν ξέρω. Γιατί αυτά είναι πουλάκια.
Μπορεί τώρα να είναι στη ζωή και μετά να μην υπάρχουν, όπως λέει η Αγία Γραφή. Δεν πρέπει εμείς να σκεπτόμαστε διαφορετικά απ’ ο,τι λέει η Αγία Γραφή. Ο Θεός μπορεί να μας παρουσιάσει ότι όλοι αυτοί ήταν άγγελοι του Θεού. Εμείς δεν τα ξέρουμε αυτά.Πάντως κρύβονταν, να μην ακούσει κανείς τη δοξολογία τους.
Έτσι και για τους μοναχούς η ζωή εκεί, στο Άγιον Όρος, είναι άγνωστη.
Ζείς με τον Γέροντα, τον αγαπάς. Οι μετάνοιες, οι ασκήσεις, όλα γίνονται, αλλά ούτε τις θυμασαι, ούτε κανείς λέει για σένα: «Τι είναι αυτός;».
Ζείς τον Χριστό, είσαι του Χριστού.
Ζείς μέσα σ’όλα και ζείς τον Θεό, εν ω τα πάντα ζουν και κινούνται, εν τω οποίω και διά του οποίου – είναι δικές μου ελληνικούρες αυτές. Μπαίνεις μες την άκτιστη Εκκλησία και ζεις εκεί ως άγνωστος. Κι ενώ αναλύεσαι για τους συνανθρώπους σου προσευχόμενος, μένεις άγνωστος σ’ όλους τους ανθρώπους, χωρίς ίσως ποτέ να σε γνωρίσουν.