Βρέθηκα
το Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024 σε δύο εξαιρετικές παραστάσεις κλασικών
μπαλέτων σε μουσική του μεγάλου Τσαϊκόφσκι, με παρουσίαση ενός σχήματος
που προέρχεται από το Βερολίνο (Royal Ballet Berlin). “Η ωραία
κοιμωμένη”, με πρωταγωνίστρια την σπουδαία Ουκρανή χορεύτρια Ιάνα
Σαλένκο, ετών 39, μητέρα τριών παιδιών, πρίμα μπαλαρίνα του Staatsballet
Berlin, και τον πιο γνωστό “Καρυοθραύστη”.
Απολαμβάνοντας τις προσπάθειες των χορευτών και των χορευτριών να δώσουν μέσα από την τέχνη τους, πέρα από το παραμύθι που αναπαριστούσαν, την κίνηση που το ανθρώπινο σώμα έχει τη δυνατότητα να κάνει, καταθέτοντας ψυχή, κόπο, υπέρβαση των καθημερινών νόμων, μία δύναμη που απαιτεί εκατοντάδες ώρες προπόνησης, αλλά και την ίδια στιγμή μια υπέρβαση του χρόνου, όπως μόνο η τέχνη μπορεί να δώσει, αναρωτήθηκα, για μια ακόμη φορά, γιατί οι άνθρωποι να παγιδευόμαστε στην πεζότητα της καθημερινής ζωής, να μην θέτουμε στόχους για τους οποίους να εργαστούμε με αφοσίωση, αλλά να μένουμε στα “θέλω” και τις “επιθυμίες” μας, που απαιτούμε να γίνουν πράξη, χωρίς εμείς καν να προσπαθούμε.
Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τι κόπος χρειάζεται για να καταφέρει κάποιος ή κάποια να προχωρήσει σ’ αυτόν τον τρόπο της τέχνης, καθώς μία από τις χορεύτριες ήταν και η Μαρίνα, η δεύτερη κόρη μου, πτυχιούχος της Σχολής Δημοσιογραφίας, Επικοινωνίας και ΜΜΕ, αλλά αφοσιωμένη από παιδί στο κλασικό μπαλέτο, δεν μπόρεσα να αποφύγω τη σύγκριση με τον τρόπο που οι καιροί μας γεννούν ψευδαισθήσεις στα παιδιά μας, όπως επίσης κι εμείς οι γονείς που τα υπερπροστατεύουμε, τα δικαιολογούμε κατά πάντα, ιδίως στο σχολείο, ότι δήθεν όλα θα γίνουν όπως τα παιδιά μας επιθυμούν, χωρίς να χρειαστεί να κοπιάσουν ιδιαίτερα. Ένας χορευτής και μια χορεύτρια ματώνει κυριολεκτικά. Ξεχνά τον εαυτό του/της, ακολουθεί ένα πρόγραμμα εξαντλητικής προπόνησης, ειδικής διατροφής, χωρίς καταχρήσεις, χωρίς τσιγάρο, αλκοόλ και ξενύχτια και πάλι νιώθει επισφαλής. Όση ενδυνάμωση κι αν έχει κάνει στο σώμα, ιδίως στα πόδια, ένα στραβοπάτημα, ένα κάταγμα κοπώσεως, ύπουλο και χωρίς ιδιαίτερες προειδοποιήσεις, είναι αρκετό για να τον/την αφήσει πολύ πίσω. Αλλά και όσες φορές κι αν έχει δουλέψει τις κινήσεις, τον τρόπο του χορού, την χορογραφία δηλαδή, αν δεν υπάρχει απόλυτη συγκέντρωση η οποία λειτουργεί με απόλυτο αυτοματισμό και συγχρονισμό όλων, τότε η επιτυχία ή η αποτυχία απέχουν μία ροπή, μία στιγμή.
Και πάλι ήρθε στη σκέψη μου το εκπαιδευτικό μας σύστημα, το οποίο μόνο στην Β’ και Γ’ Λυκείου αφήνει να διαφανεί ότι θέλει στόχους και κόπο η πρόοδος. Θέλει αφοσίωση, θυσία, συγκέντρωση και πολλή επιμονή. Τίποτα δεν σου χαρίζεται. Αυτό δεν σημαίνει κατάργηση του εαυτού, της ανάγκης για κάποιο προσωπικό χρόνο. Αλλά όταν έρχεται στον νου φράση υπουργού παλαιότερα ότι τα 18χρονα πρέπει να ζούνε την εφηβεία και τη ζωή τους (χαλαρά) και όχι να διαβάζουν, ενώ για να χτίσεις κάτι, για να χαρείς, για να ζήσεις το όνειρό σου θέλει ιδρώτα και αφοσίωση, αναρωτιέμαι και πάλι σε τι αυταπάτες βρισκόμαστε και ρίχνουμε τα παιδιά μας, όταν δεν τα ενθαρρύνουμε να παλέψουν και να αφοσιωθούν ή όταν μας βλέπουν να έχουμε παραιτηθεί από στόχους και να είμαστε βολεμένοι.
Και κάτι ακόμη. Μελαγχόλησα σκεπτόμενος τα της πίστης μας σήμερα. Την άρνησή μας στην πράξη να δούμε το ασκητικό φρόνημα που η πίστη εμπεριέχει. Την αδυναμία μας να νηστέψουμε. Να αφιερώσουμε χρόνο στην προσευχή. Να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να δούμε τα πάθη μας. Να πάψουμε να λέμε αυτό το “δεν πειράζει”. Να “αντέξουμε” τον εκκλησιασμό. Να περιορίσουμε το εγώ και το θέλω. Την ευκολία με την οποία η γλώσσα μας λέει και μετά ζητά και τα ρέστα. Και προβληματίστηκα για την ευκολία με την οποία χαρακτηρίζουμε εκκοσμικευμένους κάποιους χώρους που ζούνε την ασκητικότητα πολύ πιο έντονα από εμάς. Χώροι που αν βρούνε και την πίστη, μας προσπερνάνε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην οδό του μοιράσματος. Διότι η τέχνη είναι μοίρασμα κατ’ αρχήν. Δεν διασκεδάζει τον κόσμο απλώς, αλλά τον κάνει να εισέρχεται σ’ έναν κόσμο στον οποίο γιατρεύεται η ψυχή μας. Και οφείλουμε να μην εφησυχάζουμε στην αυτάρκεια της χριστιανικής μας ταυτότητας, πόσο μάλλον όταν δεν τη ζούμε με αφοσίωση.
Παρακολουθώντας τον πρίγκιπα-χορευτή στην “Ωραία Κοιμωμένη” να βλέπει και να χορεύει το όνειρό του που είναι ο έρωτας και η αγάπη για την βασιλοπούλα που η κακία την κοίμησε, αναλογίστηκα πόσο νεώτεροι και μεγαλύτεροι ονειρευόμαστε την αγάπη σήμερα. Κλεισμένοι στον εαυτό μας και στο εγώ μας, ο πρώτος στόχος είναι το χρήμα, η επιβίωση, η αυτάρκεια και όχι το μοίρασμα. Από κει ξεκινάνε όλα όσα συζητούμε αυτόν τον καιρό. Ότι υστερούμε στην αγάπη. Ότι η αγάπη θέλει κόπο. Θέλει στόχο. Θέλει να παλέψεις να μάθεις γι’ αυτήν εκ νεότητος. Να ετοιμαστείς νιώθοντας οικογενειακά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά ότι η αγάπη σου δίνει ζωή. Για ό,τι κάνεις. Για να μάθεις να σχετίζεσαι αληθινά. Ας ξαναδούμε αυτόν τον στόχο, σ’ όποιο σημείο του βίου κι αν βρισκόμαστε. Κι εκεί θα νιώσουμε και την αύρα που ονομάζεται χάρη της παρουσίας του Θεού.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Απολαμβάνοντας τις προσπάθειες των χορευτών και των χορευτριών να δώσουν μέσα από την τέχνη τους, πέρα από το παραμύθι που αναπαριστούσαν, την κίνηση που το ανθρώπινο σώμα έχει τη δυνατότητα να κάνει, καταθέτοντας ψυχή, κόπο, υπέρβαση των καθημερινών νόμων, μία δύναμη που απαιτεί εκατοντάδες ώρες προπόνησης, αλλά και την ίδια στιγμή μια υπέρβαση του χρόνου, όπως μόνο η τέχνη μπορεί να δώσει, αναρωτήθηκα, για μια ακόμη φορά, γιατί οι άνθρωποι να παγιδευόμαστε στην πεζότητα της καθημερινής ζωής, να μην θέτουμε στόχους για τους οποίους να εργαστούμε με αφοσίωση, αλλά να μένουμε στα “θέλω” και τις “επιθυμίες” μας, που απαιτούμε να γίνουν πράξη, χωρίς εμείς καν να προσπαθούμε.
Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τι κόπος χρειάζεται για να καταφέρει κάποιος ή κάποια να προχωρήσει σ’ αυτόν τον τρόπο της τέχνης, καθώς μία από τις χορεύτριες ήταν και η Μαρίνα, η δεύτερη κόρη μου, πτυχιούχος της Σχολής Δημοσιογραφίας, Επικοινωνίας και ΜΜΕ, αλλά αφοσιωμένη από παιδί στο κλασικό μπαλέτο, δεν μπόρεσα να αποφύγω τη σύγκριση με τον τρόπο που οι καιροί μας γεννούν ψευδαισθήσεις στα παιδιά μας, όπως επίσης κι εμείς οι γονείς που τα υπερπροστατεύουμε, τα δικαιολογούμε κατά πάντα, ιδίως στο σχολείο, ότι δήθεν όλα θα γίνουν όπως τα παιδιά μας επιθυμούν, χωρίς να χρειαστεί να κοπιάσουν ιδιαίτερα. Ένας χορευτής και μια χορεύτρια ματώνει κυριολεκτικά. Ξεχνά τον εαυτό του/της, ακολουθεί ένα πρόγραμμα εξαντλητικής προπόνησης, ειδικής διατροφής, χωρίς καταχρήσεις, χωρίς τσιγάρο, αλκοόλ και ξενύχτια και πάλι νιώθει επισφαλής. Όση ενδυνάμωση κι αν έχει κάνει στο σώμα, ιδίως στα πόδια, ένα στραβοπάτημα, ένα κάταγμα κοπώσεως, ύπουλο και χωρίς ιδιαίτερες προειδοποιήσεις, είναι αρκετό για να τον/την αφήσει πολύ πίσω. Αλλά και όσες φορές κι αν έχει δουλέψει τις κινήσεις, τον τρόπο του χορού, την χορογραφία δηλαδή, αν δεν υπάρχει απόλυτη συγκέντρωση η οποία λειτουργεί με απόλυτο αυτοματισμό και συγχρονισμό όλων, τότε η επιτυχία ή η αποτυχία απέχουν μία ροπή, μία στιγμή.
Και πάλι ήρθε στη σκέψη μου το εκπαιδευτικό μας σύστημα, το οποίο μόνο στην Β’ και Γ’ Λυκείου αφήνει να διαφανεί ότι θέλει στόχους και κόπο η πρόοδος. Θέλει αφοσίωση, θυσία, συγκέντρωση και πολλή επιμονή. Τίποτα δεν σου χαρίζεται. Αυτό δεν σημαίνει κατάργηση του εαυτού, της ανάγκης για κάποιο προσωπικό χρόνο. Αλλά όταν έρχεται στον νου φράση υπουργού παλαιότερα ότι τα 18χρονα πρέπει να ζούνε την εφηβεία και τη ζωή τους (χαλαρά) και όχι να διαβάζουν, ενώ για να χτίσεις κάτι, για να χαρείς, για να ζήσεις το όνειρό σου θέλει ιδρώτα και αφοσίωση, αναρωτιέμαι και πάλι σε τι αυταπάτες βρισκόμαστε και ρίχνουμε τα παιδιά μας, όταν δεν τα ενθαρρύνουμε να παλέψουν και να αφοσιωθούν ή όταν μας βλέπουν να έχουμε παραιτηθεί από στόχους και να είμαστε βολεμένοι.
Και κάτι ακόμη. Μελαγχόλησα σκεπτόμενος τα της πίστης μας σήμερα. Την άρνησή μας στην πράξη να δούμε το ασκητικό φρόνημα που η πίστη εμπεριέχει. Την αδυναμία μας να νηστέψουμε. Να αφιερώσουμε χρόνο στην προσευχή. Να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να δούμε τα πάθη μας. Να πάψουμε να λέμε αυτό το “δεν πειράζει”. Να “αντέξουμε” τον εκκλησιασμό. Να περιορίσουμε το εγώ και το θέλω. Την ευκολία με την οποία η γλώσσα μας λέει και μετά ζητά και τα ρέστα. Και προβληματίστηκα για την ευκολία με την οποία χαρακτηρίζουμε εκκοσμικευμένους κάποιους χώρους που ζούνε την ασκητικότητα πολύ πιο έντονα από εμάς. Χώροι που αν βρούνε και την πίστη, μας προσπερνάνε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην οδό του μοιράσματος. Διότι η τέχνη είναι μοίρασμα κατ’ αρχήν. Δεν διασκεδάζει τον κόσμο απλώς, αλλά τον κάνει να εισέρχεται σ’ έναν κόσμο στον οποίο γιατρεύεται η ψυχή μας. Και οφείλουμε να μην εφησυχάζουμε στην αυτάρκεια της χριστιανικής μας ταυτότητας, πόσο μάλλον όταν δεν τη ζούμε με αφοσίωση.
Παρακολουθώντας τον πρίγκιπα-χορευτή στην “Ωραία Κοιμωμένη” να βλέπει και να χορεύει το όνειρό του που είναι ο έρωτας και η αγάπη για την βασιλοπούλα που η κακία την κοίμησε, αναλογίστηκα πόσο νεώτεροι και μεγαλύτεροι ονειρευόμαστε την αγάπη σήμερα. Κλεισμένοι στον εαυτό μας και στο εγώ μας, ο πρώτος στόχος είναι το χρήμα, η επιβίωση, η αυτάρκεια και όχι το μοίρασμα. Από κει ξεκινάνε όλα όσα συζητούμε αυτόν τον καιρό. Ότι υστερούμε στην αγάπη. Ότι η αγάπη θέλει κόπο. Θέλει στόχο. Θέλει να παλέψεις να μάθεις γι’ αυτήν εκ νεότητος. Να ετοιμαστείς νιώθοντας οικογενειακά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά ότι η αγάπη σου δίνει ζωή. Για ό,τι κάνεις. Για να μάθεις να σχετίζεσαι αληθινά. Ας ξαναδούμε αυτόν τον στόχο, σ’ όποιο σημείο του βίου κι αν βρισκόμαστε. Κι εκεί θα νιώσουμε και την αύρα που ονομάζεται χάρη της παρουσίας του Θεού.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός