Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, απευθυνόμενος στην Υπεραγία Θεοτόκο στον κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου, την χαρακτηρίζει ως λυχνία και στάμνα, χρησιμοποιώντας δύο ωραίες εικόνες-προτυπώσεις της Παναγίας από την Παλαιά Διαθήκη.
Ο Θεός εκεί έδωσε εντολή στον Μωυσή να κατασκευάσει λυχνία από καθαρό χρυσάφι (Εξ. 25, 30) και να την τοποθετήσει στη Σκηνή του Μαρτυρίου, εκεί όπου λατρευόταν ο Θεός. Η λυχνία αυτή είχε επτά λυχνάρια και προτυπώνει την Παναγία, η οποία ως αληθινή και ζώσα "λυχνία" είχε ως λύχνο πάμφωτο τον Χριστό, το φως του κόσμου (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος).
Η δεύτερη εικόνα μάς θυμίζει την έξοδο από την Αίγυπτο. Όταν οι Ιουδαίοι έφυγαν από εκεί και περιπλανιόντουσαν στην έρημο, γόγγυζαν κατά του Θεού εξαιτίας της έλλειψης τροφής. Ο Θεός έστειλε τότε σ' αυτούς ουράνια τροφή, που την ονόμασαν "μάννα" (Εξ. 16, 13). Ο Μωυσής είπε στον Ααρών να γεμίσει με "μάννα" ένα δοχείο, μία στάμνα χρυσή, και να την εναποθέσει στην κιβωτό της Διαθήκης, μέσα στη Σκηνή του Μαρτυρίου, ώστε να υπενθυμίζει διαρκώς στους Ισραηλίτες το θαύμα του Θεού. Η στάμνα αυτή ήταν προτύπωση της Θεοτόκου, η οποία έφερε εντός της τον "άρτο της ζωής", τον Κύριο Ιησού, ο Οποίος είναι για τους πιστούς τροφή πραγματική στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, απείρως γλυκύτερη του παλαιού "μάννα" (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος).
Όμως η Παναγία είναι και στάμνα που φέρει το νέο μάννα, τον άρτο της ζωής, τον Χριστό. Το παλιό μάννα κρατούσε μόνο για μία μέρα. Αν οι Εβραίοι επιχειρούσαν να το αποθηκεύσουν, έβγαζε σκουλήκια και ήταν ακατάλληλο προς βρώσιν, για τον λόγο ότι ο Θεός τους ήθελε να μη λειτουργούν έχοντας εμπιστοσύνη στα αγαθά που συσσώρευαν, αλλά στο θέλημα και την αγάπη Του, που τους ήθελε να αισθάνονται ότι δεν θα τους άφηνε να τους λείψει κάτι, αρκεί να μην έχαναν την πίστη τους. Όμως το μάννα στη στάμνα παρέμενε άφθαρτο. Αυτός είναι και ο Χριστός για τον κόσμο. Η επίγεια βρώση είναι απολλυμένη, όπως διδάσκει ο Ίδιος. Την τρως για να επιβιώσεις, όμως δεν κρατά. Ο Ίδιος όμως, ως ο άρτος της ζωής που κατέβηκε από τον ουρανό, είναι βρώση που σου δίνει ζωή. Τη γευόμαστε και τη ζούμε στην θεία λειτουργία, κάθε φορά που μεταλαμβάνουμε. Σε στηρίζει στις δοκιμασίες σου. Σε ενώνει με τους συνανθρώπους σου. Κυρίως όμως σε ενώνει με τον Θεό, δίνοντας νόημα και περιεχόμενο στη ζωή σου, δηλαδή την αγάπη.
Η Παναγία άνοιξε τον δρόμο. Μας δίνει ένα νόημα που ξεπερνά το παρόν. Μας δείχνει ότι μπορούμε κι εμείς. Δεν είμαστε, άλλωστε, μόνοι μας, καθότι η ίδια είναι κοντά μας. Προσεύχεται για μας. Ανοίγει την αγκαλιά της. Και μας δείχνει ακόμη ότι μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας ο κόσμος μας μπορεί να αλλάξει. Αρκεί να αλλάξουμε εμείς.