«Αλίμονό μας που δεν γνωρίζουμε την ψυχή μας, ούτε για ποια πολιτεία κληθήκαμε και που θεωρούμε ότι τάχα είναι κάτι αυτή η ζωή της ασθενείας και η ζωώδης κατάστασή μας και ο κόσμος και οι δοκιμασίες του και οι κακίες του και οι ανέσεις του» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
Δεν είναι τυχαίο που πολλοί στην Εκκλησία θαυμάζουμε τη ζωή των μοναχών. Αισθανόμαστε μία έλλειψη Θεού στην κοσμική μας καθημερινότητα, στις μέριμνές μας, στην απίστευτα γοργή κατανάλωση του χρόνου, σε μια πραγματικότητα που έχει βάλει ως κύριο σκοπό της να μη μας αφήσει να πλήξουμε. Και όταν επισκεπτόμαστε ένα μοναστήρι, εκεί αισθανόμαστε μια διαφορετική προσέγγιση του χρόνου, των προτεραιοτήτων, του νοήματος της ζωής. Μπορεί να μην έχουμε κληθεί οι πολλοί για έναν τέτοιο δρόμο, ωστόσο θα θέλαμε ένα μικρό διάλειμμα εντός του, για να συνεχίσουμε να ζούμε όπως ζούμε, έχοντας νοσταλγία για την μόνιμη και αληθινή πατρίδα μας, τον ουρανό. Όμως γιατί δεν κληθήκαμε για έναν τέτοιον δρόμο; Είναι μόνο οι δυσκολίες του ή η απάρνηση του βίου των πολλών που κατά τη γνώμη τους είναι η προϋπόθεση της ευτυχίας; Ή, μήπως, κάθε δρόμος έχει τη ευλογία του, μαζί με τους σταυρούς του, αρκεί να αναζητούμε τον Θεό, όπου κι αν πορευόμαστε;
Ο ασκητικός λόγος μάς υπενθυμίζει ότι το κύριο χαρακτηριστικό της εκκοσμικευμένης ζωής είναι η άνεση. Άνεση σημαίνει θαλπωρή της σαρκός, δηλαδή η επιδίωξη όχι απλώς της κάλυψης των κύριων αναγκών για επιβίωση, αλλά η εκζήτηση της ηδονής σ’ αυτές με ένα αίσθημα αυτάρκειας. Δεν μου αρκεί να τρώω ένα νόστιμα μαγειρεμένο φαγητό. Θέλω να το δοκιμάσω σε όλες τις πτυχές του, διότι δεν αναζητώ την αγάπη που το έφτιαξε, αλλά την ευχαρίστηση να το απολαύσω. Έτσι, πορεύομαι σε εστιατόρια ή σε ταχυφαγεία, χωρίς να γνωρίζω αυτόν που παρασκευάζει το φαγητό, αρκεί να μου αρέσει. Έχει εκλείψει η σχέση με εκείνον που παλεύει για κάτι και μας νοιάζει μόνο το αποτέλεσμα που μπορούμε να καταναλώσουμε. Γι’ αυτό και η εκζήτηση της άνεσης. Δεν μας αρκεί το λιτό, το απλό, το όμορφο, αλλά θέλουμε το ξεχωριστό.
Και πώς να περάσεις από το σώμα στην ψυχή στη συνέχεια ή ταυτόχρονα; Πώς να συμπονέσεις τον άλλον ή να τον νιώσεις, αφού έχεις μάθει ο εαυτός σου να είναι θεός και τα πάντα; Βγάζεις κακία και εισπράττεις κακία. Και οι δοκιμασίες γίνονται αφορμή όχι μετανοίας, αλλά θυμού για τον κόσμο, τον συνάνθρωπο, τον Θεό, κάποτε τον εαυτό μας που δεν καταφέρνει να είναι τόσο ισχυρός, να αξιοποιεί τα όποια μέσα του πολιτισμού, για να μπορέσει όχι μόνο να ζήσει, αλλά να κυριαρχήσει. Πώς να συγχωρέσεις λοιπόν ή να ανεχτείς ή να αντέξεις;
Ο ασκητικός λόγος μάς θέτει ένα ερώτημα: «για ποια πολιτεία κληθήκαμε;». Δεν είναι ο μοναχισμός ο μόνος δρόμος, αλλά κάθε δρόμος του ανθρώπου, όταν έχει σκοπό την αγάπη, την αιωνιότητα, τη σχέση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, γίνεται πορεία προς την πολιτεία της βασιλείας του Θεού. Αρκεί να γνωρίσουμε την ψυχή μας. Να αποφασίσουμε ότι πλαστήκαμε από τον Θεό, για τον Θεό και τον συνάνθρωπο και να νικήσουμε τον θόρυβο του αλαλάζοντος «εγώ», που έχει πάντα δίκιο και πρέπει να απολαμβάνει. Τα υπόλοιπα είναι κλήσεις που γίνονται στάσεις για να ενισχυθεί ή και να καταστραφεί το νόημα. Αν τα πάντα είναι Χριστός, τότε εκεί κάθε ευλογία.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός