«Εἰ
δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα και αὔριον εἰς κλίβανον
βαλλόμενον, ὁ Θεός οὓτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς,
ὀλιγόπιστοι;» (Ματθ. 6, 30)
«Αν
ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει και αύριο θα το
ρίξουν στη φωτιά, δε θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας,
ολιγόπιστοι;»
Μία
από τις μεγαλύτερες αγωνίες που έχουμε οι άνθρωποι είναι το να
ελέγξουμε την ζωή μας, να κρατάμε τα πάντα στα χέρια μας. Δεν είναι μόνο
θέμα επιβίωσης ή εγωισμού. Είναι κυρίως θέμα φόβου. Φοβόμαστε για τον
χρόνο που έρχεται. Φοβόμαστε για τον κόπο που έχουμε καταβάλει ότι θα
πάει χαμένος. Φοβόμαστε τους άλλους, ότι μας επιβουλεύονται και ότι δεν
θα καταφέρουμε να κρατήσουμε όσα έχουμε. Φοβόμαστε την αρρώστια, την
δοκιμασία, τον θάνατο και πείθουμε τον εαυτό μας ότι πρέπει να κάνουμε
τα πάντα, όσα περνούν από το χέρι μας, για να ζήσουμε.
Στους καιρούς μας φοβόμαστε συνήθως για τα αγαθά
μας, γι’ αυτά που έχουμε, γι’ αυτά που θέλουμε να δώσουμε στα παιδιά
μας, γι’ αυτά που νομίζουμε ότι μας ταιριάζουν, που τα δικαιούμαστε.
Φοβόμαστε ότι δεν θα έχουμε όσα οι άλλοι, κι εδώ λειτουργεί η ζήλεια.
Φοβόμαστε ότι ενώ πιστεύουμε στον Θεό, εντούτοις Εκείνος θα επιτρέψει να
δοκιμαστούμε ή ήδη επιτρέπει και η πίστη μας θα είναι μάταιη. Κι ενώ
θέλουμε μέσα από την πίστη μας να εξασφαλιστούμε και όσο δοκιμαζόμαστε
περισσότερο πιστεύουμε, εντούτοις οι λογισμοί της αμφιβολίας, της
ολιγοπιστίας μας ταλαιπωρούν.
Αν
ρωτήσουμε όσους πιστεύουν στον Θεό για ποιο λόγο έχουν κάνει αυτήν την
επιλογή, μία από τις αιτίες είναι η ασφάλεια, η υπέρβαση του φόβου. Ο
φόβος είναι και υπαρξιακός και κοινωνικός. Η σχέση με τον Θεό
καταλαγιάζει τον φόβο. Κάποτε όμως δεν είναι αρκετή, όταν νοούμε την
πίστη είτε ως απόφαση του νου είτε ως εκπλήρωση συμφέροντος είτε ως
καταφυγή σε μια Ανώτερη δύναμη. Για την Εκκλησία η πίστη είναι καρπός
αγάπης προς τον Θεό και «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α ’Ιωάν. 4,
18). Αυτός που παλεύει να αγαπήσει τον Θεό, να αφεθεί δηλαδή στο θέλημα
και την πρόνοιά Του, αυτός που βάζει την σχέση με τον Θεό ως
προτεραιότητα στην ζωή του, αυτός που βλέπει στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου
τον Θεό και βοηθά με τον τρόπο που μπορεί, αυτός που εμπιστεύεται τον
Θεό όπως το παιδί τον πατέρα, όχι από συμφέρον λλά από αγάπη, τότε έχει
βρει τον δρόμο να νικήσει την ολιγοπιστία.
Δεν
είναι κακό κάποιος να κάνει ό,τι μπορεί για να προχωρήσει στην ζωή του.
Να παλέψει για το καλύτερο. Να έχει όνειρα. Να εργάζεται ώστε οι φόβοι
που είναι ανθρώπινοι να περιορίζονται. Να χρησιμοποιεί τα ανθρώπινα
μέσα, μένοντας βεβαίως στην εντιμότητα και στον σεβασμό για τον άλλο,
ώστε να προχωρήσει. Όμως το να μένει ταπεινός, να έχει αποδεχτεί στην
ψυχή και την καρδιά του ότι το θέλημα του Θεού είναι πιο πάνω από τη
δική του προσπάθεια και να αφήνεται στην σχέση με τον Θεό με μια
καρδιακή παιδικότητα είναι η αληθινή παρηγοριά.
Ζούμε
σε έναν πολιτισμό δύναμης και εξουσίας. Θέλουμε στις σχέσεις μας να
έχουμε δύναμη και να εξουσιάζουμε τα πάντα. Ο λόγος του Χριστού ηχεί
παράδοξος, κάποτε μπορεί και να ερμηνευτεί ως μία προτροπή
παθητικότητας: «Μη μεριμνάτε» (Ματθ. 6, 25). Δεν λέει όμως
«μην προσπαθείτε». Μας προτρέπει «πάσαν νυν βιοτικήν αποθώμεθα
μέριμναν», να αφήσουμε κατά μέρος την αγωνία. Να κοπιάζουμε, αλλά και να
στρέφουμε το βλέμμα μας στον ουρανό. Να αρκούμαστε στα όσα μας δόθηκαν
σήμερα. Φτάνουν οι έγνοιες κάθε ημέρας. Γιατί αλλιώς ούτε την ζωή μας
μπορούμε να χαρούμε αληθινά, ούτε να αγαπήσουμε και να εμπιστευθούμε,
ούτε να πιστέψουμε. Δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου. Ας εμπιστευθούμε
Αυτόν που μας αγαπά!