Ας μη ρωτήσουμε κι ας μη ζητήσουμε για να βρούμε ποιοι είναι οι ποιητές και οι μελουργοί των τροπαρίων.
Αυτό δεν έχει καμιά απολύτους σημασία. Είναι η Εκκλησία, ο λαός του Θεού. Η ιερά υμνογραφία είναι η φωνή της πίστεως, η παράδοση και η ζωή των γενεών των πιστών. Ποιος ρώτησε για τους ποιητές των δημοτικών τραγουδιών; Είναι ο κάθε λαός μέσα στις ιστορικές περιπέτειες και τους αγώνες του. Το ίδιο και του μεγάλου θησαυρού της υμνογραφίας ποιητής είναι η Εκκλησία· κι αν κάπου ακούονται κάποια ονόματα ιερών ποιητών και υμνογράφων, αλλά και τα ονόματα αυτά και τα πρόσωπα μένουν πάλι και είναι πνευματική περιουσία της Εκκλησίας.
Τα τρία λοιπόν ανώνυμα τροπάρια της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που ψάλλονται στην αρχή του Εσπερινού, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά και γνωστά της Εκκλησιαστικής υμνολογίας. Στη γλώσσα της ψαλμωδίας ονομάζονται αυτόμελα, που θα πει πως έχουν ένα δικό τους και ξεχωριστό μουσικό μέλος. Θέλουν να είναι εξόδια άσματα στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά η πίστη της Εκκλησίας τα μετατρέπει σε εγκωμιαστικό χαιρετισμό προς τη μητέρα της ζωής. Αν δεν υπάρχει θάνατος για τους πιστούς, όταν εκδημούν από το σώμα και ενδημούν προς το Θεό, πώς λοιπόν μπορεί να πέθανε η Παναγία Παρθένος Μαριάμ; Παράδοξο πραγματικά είναι το θαύμα· «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται». Η γυναίκα λοιπόν που γέννησε τη ζωή του κόσμου απέθανε, άλλ’ όμως το πανάχραντο σώμα της ανέβηκε στον ουρανό. Σαν άνθρωπος και η Θεοτόκος πληρώνει το κοινό χρέος, αποθνήσκει και ενταφιάζεται με κάθε ιερή τάξη στη Γεθσημανή από τους Αποστόλους. Αλλά ύστερ’ από τρεις ημέρες το καθαρότατο και αμόλυντο σώμα της δεν βρίσκεται στον τάφο. Ο τάφος που για κάθε άνθρωπο, μέχρι την ημέρα της κοινής αναστάσεως, είναι το κρεβάτι της αναπαύσεως του και το χωνευτήρι του κορμιού του, για την Υπεραγία Θεοτόκο γίνεται η κλίμακα που την ανεβάζει στον ουρανό.
Η Εκκλησία μπροστά σ’ αυτό το γεγονός χαιρετίζει τη Γεθσημανή, που έγινε το άγιο τέμενος της Θεοτόκου. Ύστερα στέκει με έκσταση και μιλάει με θαυμασμό στη Δέσποινα του κόσμου, γιατί αυτή και πρώτα υπήρξε θρόνος του Υψίστου και τώρα μετέστη από τη γη στον ουρανό. Τέλος βλέπει να δοξάζουν την κοίμηση της άγιας Παρθένου όλες οι αγγελικές δυνάμεις στον ουρανό κι όλοι οι άνθρωποι στη γη, οι βασιλιάδες κι ο λαός. Κι αντί να ξεφύγει από το στόμα της κάποιος λυπητερός λόγος, η Εκκλησία ξεσπάει και στα τρία τροπάρια στο «χαίρε» του Αγγέλου· «Κεχαριτωμένη, χαίρε μετά σου ο Κύριος». Αυτός είναι ο μοναδικός χαιρετισμός του ουρανού προς τη γη, το μήνυμα που έφερε ο Άγγελος προς την αγνή Παρθένο της Ναζαρέτ. «Ο Κύριος μετά σου» είπε ο αρχάγγελος Γαβριήλ, και η Εκκλησία συμπληρώνει, ερμηνεύοντας το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως «ο παρέχων τω κόσμω διά σου το μέγα έλεος». Γιατί όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του άνθρωπου είναι η έκφραση του ελέους και της αγάπης του Θεού, που θύρα για να μπει σαν άνθρωπος στον κόσμο, μεταχειρίστηκε μια ταπεινή παιδούλα, τήν παρθένο Μαρία.
* * *
Μέσα στην υμνολογία της εορτής ξεχωρίζουν οι δυό Κανόνες, που φέρουν τα ονόματα των δυό μεγάλων ποιητών της Εκκλησίας, του Κοσμά και του Δαμάσκηνου. Είναι δυο άνθρωποι αυτοί, που μεγάλωσαν κι έζησαν πολύν καιρό μαζί και με θεοκίνητη γλώσσα ύμνησαν όλες τις μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας. Για να μπορέσουμε, όχι να καταλάβουμε την ποιητική και φιλολογική αξία των εκκλησιαστικών ύμνων, αλλά να αισθανθούμε και να ζήσουμε την ιερή ομορφιά τους, δεν χρειάζεται να είμαστε θεολόγοι και φιλόλογοι. Φτάνει μόνο να μιλά μέσα μας η πίστη· όχι αόριστα και άχρωμα η θρησκευτική πίστη, αλλά η πίστη της Εκκλησίας. Γιατί άλλο πράγμα είναι να μιλάμε τάχα για θρησκεία κι άλλο πράγμα να μιλά μέσα μας η πίστη κι ο κόσμος της Εκκλησίας. Τα τροπάρια της κάθε εορτής, τα τροπάρια τώρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, για τα οποία είναι σήμερα ο λόγος, δεν είναι απλώς θρησκευτικοί ύμνοι, αλλά είναι τροπάρια της λατρείας της Εκκλησίας.
Σταματάμε στον Ειρμό, δηλαδή στο πρώτο τροπάριο του πρώτου Κανόνα, που είναι η Καταβασία της πρώτης Ωδής. Είναι τάχα άγνωστα και ακατάληπτα αυτά που λέμε τώρα;
Άλλ’ αυτό ακριβώς εννοούμε, όταν λέμε ότι πρέπει να μιλά μέσα μας η πίστη και ο κόσμος της Εκκλησίας. Το μεγάλο μας σχολείο, ένα σχολείο στο όποιο φοιτάμε σ’ όλη μας τη ζωή, είναι η Εκκλησία. Δεν είναι τώρα για να πούμε και να διδάξουμε τί είναι Κανόνας και τί είναι Ειρμός και τί είναι Ωδή και τί είναι Καταβασία· αυτά δεν μαθαίνονται σαν κάθε γνώση στο σχολείο, αλλά όπως η μητρική γλώσσα μέσα στο σπίτι· ο κάθε ορθόδοξος χριστιανός, που κάθε Κυριακή και εορτή συνήθισε να είναι στην Εκκλησία, έμαθε και ξέρει τί λέγεται και τί γίνεται εδώ μέσα. Η κοινή θεία λατρεία της Εκκλησίας δεν είναι μόνο προσευχή, αλλά είναι και διδασκαλία, μια διδασκαλία εποπτική, σαν στο καλύτερο πρότυπο σχολείο.
Σταματάμε λοιπόν στην Καταβασία της πρώτης Ωδής. Είναι το τροπάριο, που ξεχωρίζει μέσα στην ακολουθία του Όρθρου, που ψάλλεται πανηγυρικά σ’ έναν καθαρά ελληνικό ήχο. Γιατί αυτό εννοούμε όταν λέμε και το καυχιόμαστε πώς η Ορθοδοξία είναι Ελληνική. Το σώμα της είναι ευαγγελικό και μόνο το ένδυμά της είναι Ελληνικό· η γλώσσα και η μουσική της ορθόδοξης λατρείας είναι ελληνικά. Κι όπου ακόμα μεταφράστηκαν οι ιερές ακολουθίες και η θεία Λειτουργία σε άλλες εθνικές γλώσσες κι εκεί κάτω από τη μετάφραση φαίνεται η ελληνική γλώσσα κι ακούμε τη φωνή της.
Η Καταβασία λοιπόν της πρώτης Ωδής της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ακούεται σαν ένα γνώριμο στ’ αφτιά μας ελληνικό δημοτικό τραγούδι. «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη, η ιερά και ευκλεής, Παρθένε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς…». Μη σας τρομάζει που λέμε για τραγούδι. Ο άγιος της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο Σκιαθίτης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έλεγε κι έγραφε πως τα τροπάρια της Εκκλησίας είναι τα τραγούδια του Θεού. Και η Καταβασία, για την οποία τώρα είναι ο λόγος, έγινε αφορμή για να γράψει ένα από τα μικρά διηγήματα του με τον τίτλο: «Η πεποικιλμένη».
Να σε μια πρόχειρη μετάφραση τα παραπάνω λόγια της Καταβασίας· «Στολισμένη με τη θεία δόξα η ιερή και παινεμένη, Παρθένε, μνήμη σου, σύναξε όλους τούς πιστούς, για να γιορτάσουν με χαρά…». Τί είναι λοιπόν οι εορτές μας; Τί είναι οι ετήσιες πανηγύρεις της Εκκλησίας; Είναι οι ιερές συνάξεις των πιστών στη μνήμη των προσώπων και των γεγονότων της πίστεως. Αυτό το τονίζομε πάντα· όχι κάποιων ιδεών ή πολιτικών σχημάτων, αλλά των προσώπων και των γεγονότων, γιατί ενυπόστατη και εμπράγματη είναι η πίστη της Εκκλησίας. Η Εκκλησία εορτάζει όχι την ελευθερία, αλλά τον άγιο Ελευθέριο· όχι την ειρήνη, αλλά την άγια Ειρήνη· όχι την μητέρα, αλλά τον Ευαγγελισμό και την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου· όχι τον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ, αλλά το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Γιατί η πίστη και η λατρεία της Εκκλησίας δεν είναι κάποια θεωρητική και, ιδεολογική διδασκαλία, αλλά κήρυγμα γεγονότων, βίος και ζωή αγίων προσώπων του Ιησού Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου και όλων των Άγιων. Στην Εκκλησία δεν υπάρχει η αγιοσύνη σαν ένα ιδεολογικό σχήμα, αλλά υπάρχουν άγιοι άνθρωποι. Στην Εκκλησία δεν υπάρχει μια αόριστη πίστη στο «υπέρτατο ον», που δεν θα πει τίποτα, αλλά υπάρχει η πίστη στην αγία και ομοούσιο και ζωοποιό και αδιαίρετη Τριάδα· στον Πατέρα, που ακούσαμε τη φωνή του στη Βάπτιση και στη Μεταμόρφωση· στο Υιό, που αναστράφηκε μεταξύ μας σαν άνθρωπος· και στο Άγιο Πνεύμα, που το είδαμε στον Ιορδάνη «ωσεί περιστεράν» και στην Πεντηκοστή «εν είδει πύρινων γλωσσών». Αυτά λοιπόν τα πρόσωπα και τα γεγονότα συνάζουν κάθε φορά τους πιστούς, για να εορτάσουν γεμάτοι χαρά και πνευματική ευφροσύνη.
Σ’ έναν ύμνο ακόμα της εορτής της Κοιμήσεως θα σταματήσουμε και θα κλείσουμε το σημερινό κήρυγμα. Είναι το Κοντάκιο. Ας μη ρωτάμε πάλι γιατί λέγεται Κοντάκιο και τί στην εκκλησιαστική υμνογραφία είναι το Κοντάκιο. Αυτό είν’ ένα μάθημα για άλλη περίσταση· άλλ’ αυτό μόνο μπορούμε να πούμε τώρα, πώς το Κοντάκιο είναι ο ύμνος που ψάλλεται στη θεία Λειτουργία από τους ιερείς μέσα στο άγιο Βήμα πριν από το «Άγιος ο Θεός…». Το Κοντάκιο στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά και σε κάθε εορτή, είναι το τροπάριο που με πολύ σύντομο και επιγραμματικό τρόπο συνοψίζει όλη την υπόθεση της εορτής. Να πώς το ακούσαμε από το χορό των ιερέων τώρα πριν από λίγο· «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα, τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν, ως γαρ ζωής μητέρα προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Θα προσπαθήσω να μεταφέρω στη γλώσσα μας όσο μπορώ καλύτερα τα λόγια του τροπαρίου αυτού, προσθέτοντας έναν ελαφρό σχολιασμό. Την Υπεραγία Θεοτόκο, που ακοίμητα πρεσβεύει για κάθε πιστό, που όλη μας η ελπίδα είναι στην προστασία της, ο τάφος κι ο θάνατος δεν την κράτησε, γιατί σαν μητέρα της ζωής την πήρε στη ζωή εκείνος που σαρκώθηκε μέσα της «εκ Πνεύματος Αγίου». Δεν κοιμήθηκε, αλλά πρεσβεύει ακοίμητα για μας· δεν μας άφησε, αλλά μας προστατεύει πάντα. Ο τάφος κι ο θάνατος δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν. Πώς θα γινότανε τάχα αυτό; Αυτή γέννησε το Χριστό, που είναι η ζωή, κι ο Χριστός την πήρε στα χέρια του μαζί του. Γι’ αυτό λοιπόν και σήμερα και πάντα στη θεία Λειτουργία αυτή είναι η δική μας θερμή δέηση και προσευχή προς το Σωτήρα Χριστό· «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς». Αμήν.
Ἦχος α’.
Ἐν τὴ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τὴ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε, Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταὶς πρεσβείαις ταὶς σαὶς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.