«Αἱρετικόν
ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι
ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. 3, 10-11)
«Τον
άνθρωπο που ακολουθεί πλανερές διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μία δύο
φορές, κι αν δεν ακούσει, άφησέ τον με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια
διαστραφεί και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του»
Υπάρχουν
θέματα στη ζωή μας στα οποία οι διαφορετικές απόψεις είναι ανθρώπινο να
υφίστανται. Ο καθένας μας έχει την προσωπικότητά του και βλέπει την ζωή
με τον τρόπο του. Υπάρχουν βεβαίως άνθρωποι που και πείρα και γνώση
έχουν και, στην πνευματική ζωή, φώτιση από τον Θεό, ώστε να μπορούμε να
τους συμβουλευτούμε και να ελέγξουμε την αλήθεια της γνώμης μας, ακόμη
κι αν αποφασίσουμε ότι οι συμβουλές τους δεν μας ταιριάζουν. Υπάρχουν
όμως και θέματα στα οποία δεν μπορούμε να έχουμε διαφορετική γνώμη. Αυτά
έχουν να κάνουν με την πίστη και την αλήθεια της. Είναι τα δογματικά
ζητήματα, αυτά που αναδεικνύουν Ποιος είναι ο Θεός που πιστεύουμε, ποια
είναι η Εκκλησία στην οποία είμαστε μέλη, ποιο είναι το νόημα της ζωής
που μας δόθηκε και ακολουθούμε. Εκεί δεν χωρούν συμβιβασμοί, αλλά όποιος
ακολουθεί πλανερές διδασκαλίες, αποκόπτει τον εαυτό του από την πίστη,
αμαρτάνει έχοντας διαστραφεί ως προς την αλήθεια.
Είναι
εύκολο ο καθένας μας να αυτοαναγορευθεί προστάτης της πίστης και να
κατηγορεί άλλους ανθρώπους ως αιρετικούς. Δεν είναι φαινόμενο των καιρών
μας, αλλά ίσχυε στην Εκκλησία από την αρχή της παρουσίας της στον
κόσμο. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος μας υποδεικνύει κάποια κριτήρια
με τα οποία καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε αυτό το θέμα. Τη αναφορά του
για τις συμβουλές στους αιρετικούς και την αυτοκαταδίκη τους δεν την
απευθύνει στον καθέναν μας μέσα στην Εκκλησία, αλλά στον μαθητή του τον
απόστολο Τίτο, ο οποίος ήταν επίσκοπος στην Κρήτη. Για τον απόστολο
Παύλο ο καθένας μας οφείλει να έχει την θέση που του ταιριάζει στην
εκκλησιαστική ζωή. Ο κύριος υπεύθυνος είναι ο επίσκοπος, ο διάδοχος των
αποστόλων, αυτός που έχει εκλεγεί από την Εκκλησία να συνεχίσει και την
πίστη και το έργο τους. Όσοι βρισκόμαστε υπό τον επίσκοπο, ιερείς,
μοναχοί και μοναχές, θεολόγοι, λαϊκοί οφείλουμε να έχουμε επίγνωση της
θέσης μας.
Ο
αιρετικός στην πράξη επιλέγει κάποιες από τις αλήθειες της πίστης, τις
οποίες ερμηνεύει και ζει κατά το θέλημα και την σκέψη του και όταν
έρχεται η στιγμή οι θέσεις τους να τεθούν υπό την κρίση του σώματος του
Χριστού, φεύγει από το σώμα. Αποτειχίζεται. Αποχωρεί. Ιδρύει δική του
εκκλησία, ομάδα, παρασυναγωγή. Κριτήριο της αλήθειας είναι η σκέψη του
και ο ίδιος ο εαυτός του, η γνώμη του. Γι’ αυτό και δεν δέχεται
συμβουλές. Δεν δέχεται άλλες διδασκαλίες, αλλά εμμένει στις δικές του
θέσεις. Ο αιρετικός είναι ατομοκεντρικός. Λησμονεί ότι η αλήθεια
βρίσκεται στην κοινωνία με το σώμα του Χριστού και μόνο όταν υπάρχει
αυτή η κοινωνία υπάρχει αλήθεια.
Γι’
αυτό και ο απόστολος Παύλος ζητεί από τον επίσκοπο και απόστολο Τίτο να
συμβουλέψει μία και δύο φορές τον αιρετικό, όχι όμως να επιμείνει. Εδώ
έρχεται το δεύτερο κριτήριο. Η πρώτη φορά έχει να κάνει με την ανασκευή
των λόγων και την αγάπη προς το πρόσωπο που αμαρτάνει. Η δεύτερη φορά
δείχνει το ενδιαφέρον και την φροντίδα για το πρόσωπο. Τρίτη φορά δεν
πρέπει να υπάρξει, διότι ο κάθε αιρετικός νιώθει σπουδαίος, διότι οι
άλλοι ασχολούνται μαζί του και οι θέσεις του προκαλούν συζήτηση. Ο
ατομοκεντρικός και εγωιστής ζει για να ασχολούνται οι άλλοι μαζί του.
Έτσι ο Παύλος ξεκαθαρίζει την θέση της Εκκλησίας. Οι ιδέες κρίνονται. Η
αγάπη δείχνεται. Η αλήθεια όμως βρίσκεται στο σώμα του Χριστού.
Η
πιο εύκολη κατηγορία που μπορεί να διατυπώσει κάποιος σε περιπτώσεις
εκκλησιαστικών διαφωνιών είναι η αίρεση. Για την εκκλησιαστική συνείδησή
όμως ο επίσκοπος και η τοπική ή η οικουμενική Εκκλησία είναι αρμόδιοι
για τέτοιους χαρακτηρισμούς. Οι υπόλοιποι εξ ημών οφείλουμε να
ακολουθούμε την εκκλησιαστική πορεία, να προσευχόμαστε για όσους
σφάλλουν, αλλά να μην φανατιζόμαστε, να μην λειτουργούμε ως αυθεντίες
και ως επικεφαλής. Να παραμένουμε συνδεδεμένοι με το σώμα του Χριστού
και να προσευχόμαστε για όσους σφάλλουν. Βεβαίως, να μην ακολουθούμε
ανθρώπους που υποστηρίζουν πλανερές διδασκαλίες ή κηρύσσουν ανταρσία εις
βάρος της Εκκλησίας. Η γνώμη μας να τίθεται στην κρίση του σώματος.
Στις
μέρες μας βλέπουμε διαμάχες εκκλησιών, στις οποίες κάποιες επιβάλλουν
διακοπή της κοινωνίας στην θεία ευχαριστία. Είναι όμως αχαρακτήριστη μία
τέτοια συμπεριφορά. Η διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας επιβάλλεται
σε περιπτώσεις αιρέσεων, δηλαδή αλλοιώσεων του ευαγγελικού, πατερικού
και σωτηριολογικού μηνύματος της πίστης, όχι σε περιπτώσεις διοικητικών ή
άλλων διαφορών. Η πίστη μένει.
Οι γεωγραφικές ή προσωπικές διαιρέσεις αλλάζουν στο διάβα του χρόνου. Η
εκκλησιαστική ζωή δεν είναι πορεία εξουσίας, αλλά αγάπης και αλήθειας.
Και
κάτι τελευταίο. Στις διαφωνίες μεταξύ των ανθρώπων για ζητήματα πορείας
και θέασης της ζωής ας μην ξεχνούμε ότι η υπερβολή στις αντιδράσεις δεν
ωφελεί. Η αγάπη προς τον άλλον και η ταπείνωση να γνωρίζουμε τα όριά
μας ας συνοδεύονται από την επίγνωση της ελευθερίας τόσο των άλλων όσο
και του εαυτού μας. Μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν, ας προσευχόμαστε,
γνωρίζοντας ότι η ελευθερία είναι απαραβίαστο δώρο!