Η
διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή στην Νέα Υόρκη έφερε στο προσκήνιο
ένα οργισμένο νεανικό πρόσωπο, την Σουηδή Γκρέτα Τούνμπεργκ, η οποία
έγινε η εκπρόσωπος όλων εκείνων που θέλουν οι ισχυροί του κόσμου να
αλλάξουν συμπεριφορά έναντι του περιβάλλοντος, έναντι της γης, του
κοινού μας σπιτιού. Η νεαρή ακτιβίστρια προκάλεσε με τον τρόπο εκφοράς
της. Έδειξε ένα πρόσωπο γεμάτο οργή και θυμό, με αποτέλεσμα οι ισχυροί
να επιχειρήσουν να την αποδομήσουν είτε με σαρκαστικά σχόλια είτε με
κριτική των θέσεών της.
Το
πρόβλημα όμως έχει να κάνει με τον τρόπο έκφρασης ή τη εικόνα του
προσώπου της νεαρής ή με τις θέσεις που εξέφρασε; Η ακτιβίστρια
αντιμετωπίστηκε επικοινωνιακά, στυλιστικά. Όσοι την υπερασπίστηκαν
προσπάθησαν να την δικαιολογήσουν λόγω του συνδρόμου Άσπεργκερ που έχει ή
να επισημάνουν ότι επιτέλους κάποιος πρέπει να μιλήσει με γλώσσα
αυθάδικη στα ώτα των μη ακουόντων. Όσοι την απέρριψαν δεν μπήκαν στην
ουσία των θέσεών της, αλλά έμειναν στην απουσία σεβασμού, στην
επιθετικότητα και την οργή της, δείχνοντας για μια ακόμη φορά ότι τα
πάντα στη ζωή είναι οι εντυπώσεις.
Δικαιούται
ένας νέος να οργίζεται για ένα θέμα όπως το περιβάλλον; Από την μία
διαμαρτυρόμαστε για την παθητικότητα των σημερινών νέων, για την
αποβλάκωσή τους λόγω των κινητών τηλεφώνων, για την απουσία πολιτικού
και κοινωνικού προβληματισμού και από την άλλη, μόλις διαπιστώσουμε ότι
κάποιος εκφράζει, έστω και με επιθετικότητα, την αποδοκιμασία του για
τον κόσμο στον οποίο είναι υποχρεωμένος να ζήσει, σπεύδουμε να τον
κρίνουμε επιφανειακά. Τόση υποκρισία...
Θα
μπορούσε κάποιος να αντιτάξει το ότι η κοπέλα αυτή μεγάλωσε χορτάτη.
Ότι δεν διαμαρτυρήθηκε για μία άλλη σειρά προβλημάτων, όπως η
εκμετάλλευση εις βάρος των παιδιών και των νέων, η ανεργία, τα
ναρκωτικά, η απουσία νοήματος ζωής. Ότι για εκεί θα έπρεπε ίσως η οργή
να είναι μεγαλύτερη και να μην εστιάσει το ενδιαφέρον της σε ένα θέμα
στο οποίο, φανερά και υπογείως, υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα,
ενώ διάφορες ομάδες επενδύουν επικοινωνιακά, πολιτικά, οικονομικά, ηθικά
ώστε να προωθήσουν τις θέσεις τους, ακόμη και μέσα από αυτήν την
κοπέλα. Δεν μπορεί να απορριφθεί ο προβληματισμός αυτός, αλλά δεν είναι η
ουσία. Ένας νέος καταφέρνει να φέρει στο προσκήνιο ένα ζήτημα το οποίο,
θέλοντας και μη, μας απασχολεί και θα μας απασχολεί έτι περισσότερο. Ας
είμαστε περισσότερο γενναιόδωροι και ας στρέψουμε την προσοχή στα
λεχθέντα και όχι μόνο στο ύφος.
Γιατί
έχουμε φτάσει να ζούμε σε μία πραγματικότητα στην οποία πρέπει να είναι
κάποιος οργισμένος για να τον προσέξουν; Γιατί η νηφάλια κριτική, τα
επιχειρήματα, ό,τι έχει νόημα αι εκφράζεται με ευγένεια και σταθερότητα
περνά απαρατήρητο; Ίσως γιατί η οργή αποτυπώνει συναισθήματα κι άλλων.
Ίσως γιατί η οργή πολλαπλασιάζει την ένταση της έκφρασης, ενοχλεί και αναγκάζει
να λάβουμε τον άλλον στα σοβαρά υπ’ όψιν. Όταν είναι ελλιπής η αγάπη,
όταν τα συναισθήματα και οι λογισμοί μάς υποτάσσουν, η οργή βγάζει
πάθος. Και ο κόσμος έχει συνηθίσει να λειτουργεί υπό πίεση. Να θέλει τα
πάθη να εκφράζονται. Δεν θα έπρεπε όμως να είναι έτσι.
Χρειαζόμαστε
αλλιώτικη παιδεία. Αυτήν της έγνοιας για τον άλλον. Της σκέψης που να
μπαίνει στην καρδιά του άλλου. Χρειάζεται εκείνο το ρήμα «εσπλαχνίσθη»
του Χριστού στην χήρα μάνα της Ναΐν. Δείχνουμε να την έχουμε ξεχάσει. Ας
επανέλθουμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός