Οι αισθήσεις, με άλλα λόγια, κινούνται από τη λειτουργικότητα, από μη λογική επιθυμία και σπρώχνει τον άνθρωπο παίρνοντας στην κατοχή του το υλικό αγαθό να το χρησιμοποιή με την σαρκική και καθαρώς υλική ευχαρίστηση.
Π.χ. έχοντας το ποτό στην κατοχή του δεν το χρησιμοποιεί για να ικανοποίηση την ανάγκη να πιη κάτι, αλλά να πίνη για να πίνη και να καταντά τελικά ένας θλιβερός και παθολογικός πότης, με άλλα λόγια αλκοολικός.
Το ίδιο ισχύει και για πολλά άλλα πράγματα, ακόμη και για την υλική τροφή, για την οποία τόσος λόγος γίνεται σχετικά με τις βλαβερές συνέπειές της, όταν τον λόγο έχει όχι η λογική και υγιεινή της χρήση, αλλά η λαιμαργία και η χωρίς μέτρο και γνώση χρήση της.
Για να το καταλάβουμε αυτό καλύτερα, ας ακούσουμε τι λέει σχετικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής:
«Η ψυχή, λέει, με όργανό της κάθε αίσθηση π.χ., όραση, ακοή, γεύση κ.λπ., σύμφωνα με τους νόμους, που έθεσε ο σοφός Δημιουργός των πάντων, έρχεται σε κατά φύση σχέση με διαφόρους τρόπους με τα αισθητά πράγματα, όταν τα χρησιμοποιή καλά και επειδή χρησιμοποιεί σωστά τις αισθήσεις. Και αυτό, με τη συνείδηση πως πίσω από τα υλικά πράγματα κρύβεται ο ίδιος ο Θεός, που τα δημιούργησε.
Αν ενεργήση έτσι, δημιουργεί με την προαίρεσή της μέσα στη διάνοιά της ένα πνευματικόν κόσμο, μια σύνθεση και πλάθει μια σωστή αντίληψη για τον κόσμο, που την περιβάλλει, με αποτέλεσμα να καταλήγη στην δημιουργία μέσα της τη δυνατότητα της αρετής.
Διά μέσου της αρετής ενώνεται με τον Θεό, τον Δημιουργό της. Και έτσι βρίσκεται η ψυχή σε θέση να μπορή να αντιλαμβάνεται το Θεό, που με κανέναν άλλο τρόπο δεν μπορεί να γίνη αντιληπτός».
Γιατί λέγονται αυτά, που ασφαλώς είναι λίγο δύσκολα και δεν μας επιτρέπει ο χρόνος να τα αναλύσουμε περισσότερο; Λέγονται, για να μας βοηθήσουν να ερευνούμε τον εαυτό μας, αν είναι ελεύθερος από πάθη, που αυτά με τη σειρά τους δεν μας επιτρέπουν να ασκήσουμε καθαρή αγάπη.
Συνειδητοποιώντας όμως τα πάθη μας, μπορούμε να αγωνιστούμε για τη μεταμόρφωσή τους από αρνητικές σε θετικές καταστάσεις και δυνάμεις, ώστε ελεύθεροι από πάθη να μπορούμε να ενεργούμε «κατά φύσιν», δηλαδή όπως θέλει ο Θεός, και σε κάθε ενέργειά μας, αλλά προ πάντων στην εξάσκηση της αγάπης με τον πιο σωστό και θεάρεστο τρόπο.
Με την αυτοεξέταση και τη σωστή αυτογνωσία δεν αποκλείεται να διαπιστώσουμε π.χ. ενστικτώδεις αντιπάθειες, απέχθειες, αποστροφές για κάποια πρόσωπα, αρνητικές διαθέσεις έναντί τους, ζήλειες, μίση, σκληρότητα κ.λπ. κ.λπ.
Όλα αυτά, μπορούμε να τα ανακαλύπτουμε κάτω από το φως του Χριστού.
Πρέπει ανακαλύπτοντας αυτές τις αρνητικές καταστάσεις να απελπιστούμε και να απογοητευθούμε; Όχι βέβαια.
Αν δεν κυριάρχησαν μέσα μας κάποια από αυτά, αν δεν έχουν γίνει πάθη, αλλά είναι απλώς καταστάσεις αρνητικές, πρέπει να πολεμηθούν με τα μέσα, που μας δίνει η Εκκλησία μας, π.χ. τον λόγο του Θεού, την εξομολόγηση και την προσευχή.
Έτσι καθαρίζοντας την ψυχή μας από αυτά τα ζιζάνια, θα μπορούμε να χρησιμοποιούμε σωστά και τα συναισθήματά μας και τις άλλες ψυχικές μας δυνάμεις στην υπηρεσία της κατά Χριστόν αγάπης και ευεργετικότητος.
Χρειάζεται λοιπόν να ανακαλύψουμε τον τρόπο λειτουργίας του εσωτερικού μας κόσμου, χωρίς φόβο και ταραχή, ανακαλύπτοντας τις ιδιοτυπίες της λόγω π.χ. κληρονομικότητος, επιδράσεων του περιβάλλοντός μας άμεσου ή ευρύτερου κ.λπ.
Το πρόβλημα δεν είναι γιατί είμαστε τέτοιοι, που διαπιστώνουμε για τον εαυτό μας, αλλά πώς θα γίνουμε αυτό που πρέπει να γίνουμε σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου.
Ο Θεός δεν θα μας κρίνη γιατί υπήρξαμε τέτοιοι, που ήρθαμε στον κόσμο, αλλά γιατί δεν προσπαθήσαμε να κάνουμε ό,τι χρειαζόταν να γίνουμε κατά το θέλημα του Θεού, αφού μας δόθηκαν οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες για κάτι τέτοιο.