Πρεσβ. Φιλίππου Φιλίππου
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητάς αὐτοῦ καὶ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο
τον καιρό, ο Ιησούς πήρε τους δώδεκα μαθητές του χωριστά κι άρχισε να
τους λέει τα όσα ήταν να του συμβούν. «Ακούστε», τους έλεγε· «τώρα που
ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί στους
αρχιερείς και στους γραμματείς, που θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα
τον παραδώσουν στους εθνικούς. Θα τον περιγελάσουν, θα τον μαστιγώσουν,
θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν· και την τρίτη ημέρα θ’
αναστηθεί». Πλησιάζουν τότε τον Ιησού ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι
του Ζεβεδαίου, και του λένε: «Διδάσκαλε, θέλουμε να μας κάνεις τη χάρη
που θα σου ζητήσουμε». «Τι θέλετε να κάνω για σας;» τους ρώτησε εκείνος.
«Όταν θα εγκαταστήσεις την ένδοξη βασιλεία σου», του αποκρίθηκαν, «βάλε
μας να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στα αριστερά σου». Ο
Ιησούς τότε τους είπε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το
ποτήρι του πάθους που θα πιω εγώ ή να βαφτιστείτε με το βάπτισμα με το
οποίο θα βαφτιστώ εγώ;» «Μπορούμε», του λένε. Κι ο Ιησούς τους απάντησε:
«Το ποτήρι που θα πιω εγώ θα το πιείτε, και με το βάπτισμα των
παθημάτων μου θα βαφτιστείτε· το να καθίσετε όμως στα δεξιά μου και στα
αριστερά μου δεν μπορώ να σας το δώσω εγώ, αλλά θα δοθεί σ’ αυτούς για
τους οποίους έχει ετοιμαστεί». Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι υπόλοιποι δέκα
μαθητές, άρχισαν ν’ αγανακτούν με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Τους κάλεσε
τότε ο Ιησούς και τους λέει: «Ξέρετε ότι αυτοί που θεωρούνται ηγέτες
των εθνών ασκούν απόλυτη εξουσία πάνω τους, και οι άρχοντές τους τα
καταδυναστεύουν. Σ’ εσάς όμως δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό, αλλά όποιος
θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας πρέπει να γίνει υπηρέτης σας· και
όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος πρέπει να γίνει δούλος όλων. Γιατί
και ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να
υπηρετήσει και να προσφέρει τη ζωή του λύτρο για όλους».