Τὸ σχολεῖο σήμερα ἐγέμισε σημαιοῦλες. Ἡ αὐλή, ἡ εἴσοδος, οἱ αἴθουσες, ὅλα εἶναι σημαιοστολισμένα. Παντοῦ βλέπεις σημαῖες τῆς ξηρᾶς καὶ σημαῖες τῆς θάλασσας. Εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Σημαίας.
Ὁ δάσκαλος ἔχει τὰ παιδιὰ παρατεταγμένα στὸ προαύλιο τοῦ σχολείου. Ὁ σημαιοφόρος κρατεῖ τὴ σημαία καὶ ἐκεῖνα ἀκίνητα τὴ χαιρετοῦν.
Αὐτὴ κυματίζει. Ἐπάνω της λάμπει ὁ ἅγιος σταυρός. Ἕνας μαθητής, μὲ ὡραία φωνή, λέγει τὸ ποίημα τῆς Σημαίας.
Πάντα κι ὅπου σ’ ἀντικρύζω μὲ λαχτάρα σταματῶ
καὶ περήφανα δακρύζω, ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ.
Σὲ θωρῶ κι ἀναθαρρεύω καὶ τὰ χέρια μου κτυπῶ.
Σὰν ἁγία σὲ λατρεύω, σὰν μητέρα σ’ ἀγαπῶ!
Ιωάννης Πολέμης
Ὕστερα μιλεῖ γιὰ τὴ Σημαία ὁ δάσκαλος. Μιλεῖ γιὰ τὸ γαλάζιο καὶ τὸ ἄσπρο της χρῶμα. Λέγει πὼς κυματίζει στὰ καράβια μας δοξασμένη ἀπὸ θάλασσα σὲ θάλασσα.
– Ὅταν τὴ βλέπετε, παιδιά μου, εἶναι σὰν νὰ βλέπετε τὴν Ἑλλάδα μας. Ὅπου τὴν ἀντικρύζετε, νὰ τὴ χαιρετᾶτε μὲ εὐλάβεια. Ὅταν μεγαλώσετε καὶ γίνετε στρατιῶτες, καὶ τὴ ζωή σας νὰ θυσιάζετε γι’ αὐτή.
Μὲ αὐτὰ τὰ ὡραῖα λόγια ἐτελείωσε τὴν ὁμιλία του ὁ δάσκαλος τὴν ἡμέρα, ποὺ ἦταν ἡ ἑορτὴ τῆς Σημαίας μας.