Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

ΜΕ ΤΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΜΕ ΝΑ ΧΟΡΤΑΣΟΥΜΕ;

 


 «Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» (Λουκ. 16, 20,21)

«Κάποιος φτωχός ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ἦταν πεσμένος κοντά στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές, καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. ῎Ερχονταν καὶ τὰ σκυλιά καὶ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές»

    Οι άνθρωποι πεινούμε στην ζωή. Όλοι μας έχουμε ανάγκη την τροφή για να επιβιώσουμε, όπως επίσης και για να έχουμε ενέργεια ώστε να σκεφτούμε και να πράξουμε ανάλογα με τα χαρίσματα, τις επιθυμίες και τις δυνατότητές μας. Υπάρχουν όμως και άλλες μορφές πείνας, οι οποίες συμπληρώνουν αυτή της επιβίωσης. Είναι η πείνα για ευχαρίστηση. Η πείνα για δόξα και αναγνώριση. Η πείνα για πρόοδο. Η πείνα για δικαιοσύνη. Η πείνα για αγάπη. Η πείνα για τον Θεό. Ο τρόπος που χορταίνουμε την όποια πείνα μας δείχνει τι είδους άνθρωποι είμαστε ποια είναι ή ποια γίνεται η ταυτότητά μας. Και είναι βεβαίως ατομικό δικαίωμα του καθενός να διαλέξει ποιος χορτασμός είναι ο σημαντικότερος, αυτός που μας καθορίζει και μας ταυτοτοποιεί, αν ο χορτασμός της πείνας γίνεται αυτοπροσδιοριστικά ή ετεροπροσδιοριστικά, αν συναντούμε ή θέλουμε να συναντήσουμε και άλλους με την ίδια ή παρόμοια πείνα ή έχουμε κλείσει τον εαυτό μας στα δικά του τείχη, θέλοντας να καλύψουμε τις δικές μας ανάγκες.

            Διότι η πείνα είναι ανάγκη που έβαλε ο Θεός μέσα μας. Μπορεί στην πνευματική μας ζωή να ζητούμε την υπέρβαση των αναγκών μας, ώστε να μπορούμε να αφήνουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού. Να δηλώνουμε ότι η ανάγκη δεσμεύει τον άνθρωπο, τον καθιστά λιγότερο ελεύθερο να νοηματοδοτήσει την ζωή του. Στην πράξη όμως δεν είναι η ανάγκη ή οι ανάγκες που έχουμε οι άνθρωποι που μας δεσμεύουν, αλλά ποια ανάγκη για μας γίνεται προτεραιότητα, ποια πείνα θέλοντας να καλύψουμε για να είμαστε ευτυχισμένοι. Διότι όταν χορταίνουμε την πείνα που μας κάνει όχι να μην ξαναπεινάσουμε ποτέ, αλλά που μας δείχνει ότι μέσα από αυτήν γνωρίζουμε τι μας δίνει αληθινή πληρότητα, μπορούμε να προχωρήσουμε στην ζωή μας έχοντας βρει τον προορισμό μας. Και γίνεται η ελευθερία ζητούμενο από άλλες ανάγκες, οι οποίες όμως μας κρατούν καθηλωμένους σε ό,τι τελικά δεν προηγείται για μας.

            Αν δούμε την παράδοση των αγίων μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι άγιοι επιλέγουν όχι την άρνηση των ανθρώπινων αναγκών αλλά τον χορτασμό της πρώτης και μεγάλης πείνας:  αυτής για συνάντηση με τον Θεό που δίνει ανάσταση και αιωνιότητα μέσα από την αγάπη και καθιστά την κοινωνία μας με τους συνανθρώπους μας αυθεντική, ακόμη και μέσα στις δυσκολίες τόσο τις δικές μας όσο και τις δικές τους. Οι άγιοι προσπαθούν με την νηστεία όχι να σβήσουν την ανάγκη του σώματος για τροφή, αλλά την υποδούλωση του ανθρώπου στις επιθυμίες της κοιλίας και της σαρκός. Οι άγιοι κάνουν αγώνα να ελέγξουν τον λογισμό τους, όχι για να σβήσουν την ανάγκη της ύπαρξης να σκέφτεται, να κρίνει, να γνωρίζει, αλλά για να μην υποδουλωθούν στην δική τους γνώμη, το δικό τους θέλημα, αφήνοντας κατά μέρος τις εντολές του Θεού που είναι η αγάπη και η εμπιστοσύνη προς Εκείνον και τον πλησίον. Οι άγιοι παλεύουν να βρούνε τις ρίζες των παθών τους και να τα μεταμορφώσουν διά της ταπεινώσεως, όχι γιατί  η ύπαρξη δεν έχει «εγώ» και «εαυτό», αλλά γιατί τα πάθη την καθιστούν να έχει μόνο «εγώ» και μόνο «εαυτό». Οι άγιοι νιώθουν την ανάγκη να είναι μέλη του σώματος του Χριστού, διότι δεν είναι ακοινώνητοι, αλλά καλύπτουν αυτήν την ανάγκη με την μετοχή στην θεία ευχαριστία, με την συνάντηση και την έμπρακτη αγάπη προς  τον πλησίον, με έναν αγώνα υπέρβασης της προτεραιότητας του εαυτού και ένταξης στην συλλογικότητα της Εκκλησίας. Δεν αρνούνται την κοινωνία των ανθρώπων, ούτε παύουν να βλέπουν ποιοι είμαστε οι χριστιανοί μέσα στον κόσμο, ούτε παύουν να έχουν άποψη για τον κόσμο, μισώντας τον κόσμο, διότι ο Θεός στον κόσμο σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο μας όρισε να ζούμε, αλλά μας αφήνει να διαλέξουμε τον τρόπο.

            Στην παραβολή του πλούσιου και του Λαζάρου ο Χριστός μας δείχνει ότι ο Λάζαρος είχε χορτάσει την πείνα του για Θεό και του απέμεινε η πείνα για επιβίωση. Σ’  αυτήν ο μόνος που μπορούσε να βοηθήσει ήταν ο πλούσιος. Εκείνος όμως είχε χορτάσει όλες τις άλλες πείνες, αλλά είχε λησμονήσει την πείνα για τον Θεό και τον ανήμπορο πλησίον. Κι αν σ’ αυτήν την ζωή ο Θεός δεν επέβαλε την δικαιοσύνη ο καθένας άνθρωπος να έχει τουλάχιστον το ελάχιστον, ο τρόπος με τον οποίο χορτάσθηκε η πείνα καθόρισε την αιωνιότητα, εκεί όπου ο τρόπος με τον οποίο διάλεξε να ζει ο καθένας στον παρόντα χρόνο, του καθόρισε την ταυτότητα για πάντα. Και δεν υπάρχει αλλαγή στην αιωνιότητα όχι γιατί ο Θεός δεν αφήνει την αλλαγή, αλλά διότι ο άνθρωπος μένει προσκολλημένος στις ανάγκες που έχει αποφασίσει να καλύψει στο εδώ. Ας μην ξεχνούμε ότι ο πλούσιος δεν ζήτησε από τον Αβραάμ να αλλάξει τρόπο ύπαρξης, αλλά λίγο νερό για την δίψα του, για την υλική ανάγκη δηλαδή. Κι όταν ακόμη ζητά από τον Αβραάμ να αναστηθεί ο Λάζαρος για να πείσει τους αδερφούς του να αλλάξουν προτεραιότητες, εξακολουθεί να αγνοεί ότι δεν αλλάζει με θαύματα ο άνθρωπος, αλλά με τον λόγο του Θεού, όχι με θέαμα, αλλά με εσωτερική αναζήτηση, καθώς και με την μετοχή στο σώμα του Χριστού.

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός