«Την εποχή μας -μας είπε- τα Μοναστήρια μάζευαν από την τράπεζα τα
αποκόμματα· τα ’καναν παξιμάδι και τα μοίραζαν εις τους ασκητές. Καλό
κακό, ό,τι μας δίναν το παίρναμε· κάποτε είχε και σκουληκάκια.
Μια φορά πήγα σ’ ένα Μοναστήρι για λίγο παξιμάδι· ο διακονήτης μου έδωσε ολόκληρο τσουβάλι.
– Είναι πολύ, του λέω.
– Όχι, πάρτο.
Να φορτώνεσαι ένα γεμάτο τσουβάλι από την Μονήν κι έναν ντορβάν
[αγιορείτικο ταγάρι] με διάφορα άλλα πράγματα, για να ανέβης στην
κορυφήν του Άη-Βασίλη! Επί τέλους έφτασα. Το ανοίγουμε με τον Γέροντα,
τι να δούμε; Όλο σκουληκιάρικο! Εγώ σαν άνθρωπος γόγγυξα.
– Βρε τον ευλογημένον, δεν το ’ριχνε στα μουλάρια; Ήταν ανάγκη να κάμω τόσον κόπο άδικα;
Τότε μου λέει ο Γέροντας:
– Γιατί άδικα, πάτερ Αρσένιε;
– Και τι θα το κάνουμε;
– Τι θα το κάνουμε; Θα το φάμε! Αυτό μας έδωσε ο Θεός· αν μας άξιζε καλύτερο, θα μας έστελνε καλύτερο.
– Και τι θα γίνει, γέροντα, με τα σκουλήκια;
Σκέφτηκε λίγο ο Γέροντας και απαντά:
– Βρήκα την λύσιν· από τώρα και μπρος θα τρώμε όταν νυχτώση και έτσι δεν θα βλέπουμε τα σκουλήκια»!
Και καταλήγει ο Γέροντας Αρσένιος· «έτσι κι έγινε, μέχρι που το φάγαμε όλο».
Γέροντα, ρωτήσαμε, και δεν έτυχε να πάθετε τίποτε στην υγεία σας;
– Μωρέ, στην αρχήν, ψέμα δεν λέω, δυσκολεύτηκα, αλλά τι να κάμης; Αφού
το είπε ο Γέροντας! Μετά πίστεψε με, το ’κανε ο Θεός τόσο νόστιμο, λες
και τρώγαμε το καλύτερο γλύκισμα.
Ήταν κι αυτό καρπός της άκρας υπακοής του Γερο-Αρσένιου.