~ Ο Γέροντας Πορφύριος –διηγείται η Γερόντισσα Στυλιανή της Ι. Μ. Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης– μάς βοήθησε πολύ, και είδαμε θαύματα κοντά του. Χρόνια υπέφερα από κρίσεις ημικρανίας.
Σε μία τέτοια μεγάλη κρίση, κάποιοι δικοί μας ευεργέτες μου έκλεισαν επίσκεψη σε έναν διάσημο Γερμανό γιατρό, ο οποίος ερχόταν στην Ελλάδα κάθε Ιούνιο. Μετά την εξέταση, μου είπε «όσο υπάρχετε, θα έχετε αυτούς τους πονοκεφάλους λόγω μεγάλης ευαισθησίας» και μου έδωσε κάποιο δύσκολο φάρμακο. Επιστρέφοντας από τον γιατρό, πήρα τηλέφωνο τον Γέροντα Πορφύριο και μου είπε ο Παππούλης «δεν θα πάρης κανένα φάρμακο».
Σε λίγες ημέρες με πιάνει φοβερός πονοκέφαλος. Κι έτσι όπως σηκώθηκα για αγρυπνία στις 02:00, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Γέροντας. «Σε βλέπω, καημένη μου, σε βλέπω. Πω, πω! πώς πονάς πόσο υποφέρεις! Αύριο, έλα ‘δω και θα σου πω τι θα κάνης».
Το πρωί μαζί με δύο αδελφές ξεκινήσαμε για τον Γέροντα. Αφού πήραμε την ευχή του, μου είπε: «Άκου να σου πω, θα φύγετε τώρα για τον άγιο Ιωάννη τον Ρώσσο. Να πάρετε και την γερόντισσα Πορφυρία, την αδελφή μου, που τους ξέρει. Βάλε το σκουφάκι του Αγίου και προσευχήσου με όλη σου την καρδιά κι εγώ θα προσεύχωμαι για σένα. Μετά πήγαινε στην λάρνακα του Αγίου, γονάτισε και παρακάλεσέ τον και όλα θα πάνε καλά!».
Έτσι κι έγιναν όλα. Κι από τότε, αν και πέρασαν κοντά τριάντα τόσα χρόνια, το κεφάλι δεν ξαναπόνεσε!
Κάποιο άλλο βράδυ, όταν έκανα τις μετάνοιές μου, με έπιασαν φοβεροί πόνοι στην κοιλιά. Χτύπησα τον τοίχο, ήρθαν οι αδελφές, πήραν κάποιο γνωστό μας γιατρό και με πήγαν στο Νοσοκομείο. Έγινε εισαγωγή και επειγόντως προγραμματίστηκε χειρουργείο. Έγινε και η επέμβαση με επιτυχία, αλλά ο γιατρός ήταν συγκρατημένος. Περιμέναμε όλοι την απάντηση της βιοψίας.
Ο γιατρός ύστερα από μερικές ημέρες με πήρε τηλέφωνο και με ενημέρωσε ότι η βιοψία βγήκε θετική. Μάλιστα, μου είπε: «Είστε πνευματικός άνθρωπος, γι’ αυτό και σας είπα όλη την αλήθεια». Κλείνοντας το τηλέφωνο, η σκέψη μου έτρεξε στον Γέροντα Πορφύριο. Στην Αδελφότητα δεν είπα απολύτως τίποτα, πήρα μόνο δύο αδελφές μαζί μου και κινήσαμε για το Μήλεσι.
Είχε πολύ κόσμο κάτω που περίμενε. Ο Γέροντας όμως είχε στείλει μία αδελφή να μας φωνάξη επάνω. Μόλις μπήκαμε στο κελλάκι, έβγαλε έξω τις αδελφές και, μόλις η πόρτα έκλεισε, χωρίς να έχω πει απολύτως τίποτα, ο Γέροντας μου είπε:
– Φοβήθηκες;
– Ναι, Γέροντα, φοβήθηκα.
– Έλα, κοντά μου.
Πλησίασα, ακούμπησε το χέρι του και με σταύρωσε εκεί που είχα το πρόβλημα. Μου λέει: «Εις το εξής, με αυτό το θέμα δεν θα ξαναασχοληθής! Ούτε θα κάθεσαι να το σκέφτεσαι. Ούτε στο γιατρό θα ξαναπάς! Αυτό το θέμα, πάει! Με κατάλαβες;»
Πράγματι γι’ αυτό το θέμα σε γιατρό δεν ξαναπήγα, ούτε ξαναασχολήθηκα. Και περνούν τα χρόνια, περνούν οι δεκαετίες προς δόξαν Θεού και των Αγίων Του!
Εκείνον τον καιρό διάβαζα την Παλαιά Διαθήκη. Ένα βράδυ με πήρε τηλέφωνο ο Γέροντας. «Διάβασέ μου αυτό το κομμάτι του Ιώβ που διαβάζεις τώρα!»
Δυσκολεύτηκα να του απαντήσω αμέσως γιατί ήμουνα συγκινημένη. (Είχα συσχετίσει τον Ιώβ με την οικογένειά μου και συγκεκριμένα με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε 11 παιδιά, τα οποία σπούδαζε· άλλον γιατρό, άλλον δικηγόρο, άλλη δασκάλα και μετά σε ηλικία 20 χρόνων του τα έπαιρνε ο Θεός. Κι άλλα από τα παιδιά του είχαν φύγει για τον Ουρανό σε ηλικία μόλις τεσσάρων. Έχασε και την περιουσία του, γιατί έπαθε πολλές καταστροφές στις καλλιέργειες. Ενθυμούμενη όλα αυτά είχα συγκινηθή). Μου λέει τότε ο Γέροντας: «Σε βλέπω, σε βλέπω, δεν μπορείς. Πάρε το κομποσχοίνι σου να κάνουμε μαζί προσευχή». Η ώρα ήταν 02:00′.
Μόλις κλείσαμε το τηλέφωνο, πήρα το κομποσχοίνι μου και ξεκίνησα. Στις 03:30 μου χτυπήσανε την πόρτα κάποιες αδελφές να πάρουν ευχή, γιατί έφευγαν για Θεσσαλονίκη. Βγήκα έξω και τις κατευόδωσα μέχρι την εξώπορτα. Γυρίζοντας στο κελλί χτύπησε πάλι το τηλέφωνο.
– Έλα, Γερόντισσα, πού είσαι; Του ανέφερα σχετικά.
– Α, καλά. Γιατί μέχρι ενός σημείου πηγαίναμε μαζί, μετά σε έχασα!