Οι Άγιοι Επτά Μακαβαίοι, Αβείμ (ή Άβιβος), Αντώνιος (ή Αντωνίνος), Γουρίας, Ελεαζάρος, Ευσέβωνας, Αχείμ, Μάρκελλος (ή Σάμωνας ή Εύλαλος ή Μάρκος) η μητέρα τους Σολομονή και ο διδάσκαλός τους Ελεαζάρος.
Πέρα από τα
διάφορα έθνη της φυσικής καταγωγής μας, υπάρχει το απόλυτο Έθνος, o
περιούσιος λαός του Θεού. Πρόκειται για αυτούς που ανήκουν στον αληθινό
Θεό, που είναι δική Του περιουσία.(Αυτό σημαίνει και η λέξη
«περιούσιος».) «… όπως άλλωστε έχει προφητεύσει ο Θεός και εις την Π.
Διαθήκην· ότι «θα κατοικήσω μεταξύ αυτών και εντός αυτών και θα
περιπατήσω ανάμεσά των και θα είμαι εγώ ο ιδικός των Θεός και θα είναι
αυτοί λαός μου»» (Β΄ Προς Κορινθίους ς΄16). Και αυτό το κατ’εξοχήν Έθνος
είναι η Εκκλησία. Οι άνθρωποι που είναι του Θεού συνδέονται με μια
συγγένεια θεϊκή, πνευματική, υπερφυσική, η οποία ξεπερνάει την σαρκική
συγγένεια. Έτσι, ενώ εμείς συγκεκριμένα είμαστε
Έλληνες, είμαστε ωστόσο τελείως ξένοι προς τον κομπλεξικό και κτηνώδη
Έλληνα βασιλιά Αντίοχο, αλλά είμαστε ένα εν Χριστώ με τους αγίους
μάρτυρες Μακκαβαίους που γιορτάζουμε σήμερα, που είναι φίλοι και αδέρφια
μας και ήρωές μας.
Να διευκρινήσουμε όμως και το εξής: η Παλαιά Διαθήκη και οι ήρωές της δεν έχουν καμμία σχέση με τους σημερινούς Ιουδαίους (Ταλμουδιστές/Σιωνιστές). Στην
Παλαιά Διαθήκη αυτό που έκανε τον «Ισραήλ» «Ισραήλ», «λαό του Θεού»,
ήταν το ότι ήταν ένας λαός που είχε για αφέντη τον Θεό, ακολουθώντας
τους νόμους Του και πιστεύοντας σε Αυτόν. Όταν οι άπιστοι Ιουδαίοι
παρέδωσαν τον Χριστό να σταυρωθεί, είπαν ότι ως βασιλιά τους
αναγνωρίζουν τον επίγειο βασιλιά (και όχι τον Θεό). «Και λέγει ο Πιλάτος
στους Ιουδαίους· «ιδού, (πώς κατήντησεν) ο βασιλεύς σας». Αυτοί δε,
(σκληροκάρδιοι και με φονικόν μίσος εις την καρδιάν των,) εκραύγασαν·
«πάρε τον από εδώ! Παρε τον από τα μάτια μας, (να μην τον βλέπωμε,)
σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον». Λεγει εις αυτούς ο Πιλάτος· «τον βασιλέα
σας να σταυρώσω;» Απήντησαν οι αρχιερείς (καταπατούντες την θρησκευτικήν
των πίστιν και την εθνικήν των αξιοπρέπειαν)· «δεν έχομεν άλλον βασιλέα, παρά μόνον τον Καίσαρα».» (Κατά Ιωάννην ιθ΄ 14-15). Αρνήθηκαν να έχουν αφέντη τους τον Θεό. «Ισραήλ», λοιπόν, είμαστε εμείς
– Έλληνες, Κονγκολέζοι, Ρουμάνοι, Εβραίοι (στην καταγωγή εννοείται),
Σέρβοι, Ρώσοι, Άγγλοι, Κινέζοι, Άραβες, Πέρσες, Γάλλοι, Βραζιλιάνοι,
Εσκιμώοι, Αμερικανοί, Σενεγαλέζοι, Ιταλοί κλπ κλπ κλπ – που έχουμε βασιλιά μας τον αληθινό Κύριο.
Εμείς είμαστε οι μόνοι συνεχιστές της παράδοσης του Αβραάμ και του
Ισαάκ και του Ιακώβ και όλων των δικαίων και προφητών της Παλαιάς
Διαθήκης. Γι’ αυτό είμαστε εν Χριστώ απόγονοι και παιδιά τους. Όλα αυτά
που γράφουμε τώρα, δεν είναι δικές μας ερμηνείες, αλλά βρίσκονται στην
Αγία Γραφή. Εν κατακλείδι
τονίζουμε ότι ΑΛΛΟ αυτοί που προσκυνούν και λατρεύουν τον Θεό μας και
έχουν πλούσια την χάρη Του, και ΑΛΛΟ αυτοί που δεν Τον αποδέχονται ή
Τον περιφρονούν τελείως.
Είπε ο Χριστός στους Ιουδαίους που δεν
Τον πίστευαν: «Μη νομίζετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω στον Πατέρα.
Υπάρχει άλλος που σας κατηγορεί και αυτός είναι ο Μωϋσής, στον οποίον
σεις έχετε στηρίξει τας ελπίδας σας. Διότι εάν επιστεύατε στον Μωϋσέα,
θα επιστεύατε και εις εμέ, επειδή εκείνος δι’ εμέ έγραψε. Εάν, λοιπόν,
εις τα γραμμένα από εκείνον δεν πιστεύετε, πώς θα πιστεύσετε εις τα
ιδικά μου λόγια;» (Κατά Ιωάννην ε΄45-47) «Απεκρίθησαν και του είπαν· «ο
πατήρ μας είναι ο Αβραάμ». Είπεν εις αυτούς· «εάν πράγματι ήσασθε τέκνα
του Αβραάμ, θα εκάνατε τα έργα του Αβραάμ. Τωρα δέ, ζητείτε να με
φονεύσετε, άνθρωπον ο οποίος σας είπα την αλήθειαν, που έχω ακούσει από
τον Θεόν. Αυτό ο Αβραάμ δεν το έκανε.» (Κατά Ιωάννην η΄39-40) «Ο Αβραάμ,
ο (κατά σάρκα) πατέρας σας, γεμάτος αγαλλίασιν και χαράν επόθησε να ίδη
την ημέραν της ενανθρωπήσεώς μου και την είδε και εχάρη.» (Κατά Ιωάννην
η΄56)
«Αυτοκράτωρ εστί των παθών ο ευσεβής λογισμός» (Δ΄ Μακκαβαίων α΄7).
Ο ευσεβής λογισμός είναι κυρίαρχος και εξουσιαστής επί των παθών. Αυτό
με περισσή ανδρεία απέδειξαν οι επτά αδελφοί Μακκαβαίοι με τη στάση τους
απέναντι στο βασιλιά της Συρίας Αντίοχο, όταν αυτός τους έταξε δόξες,
τιμές και επίγειες απολαύσεις, αν αυτοί καταπατούσαν το Μωσαϊκό νόμο
και, ενδεικτικά, έτρωγαν από τα απαγορευμένα φαγητά που τους πρόσφερε.
Προηγήθηκε ο ενενηκονταετής διδάσκαλός τους Ελεάζαρος, που εφάρμοσε
στο έπακρο το νόμο που τους δίδασκε, με αποτέλεσμα ο Αντίοχος να τον
ρίξει στη φωτιά. Εμπνεόμενα από τη θυσία του γέροντα διδασκάλου τους, τα
επτά αδέλφια κράτησαν την ίδια γενναία στάση απέναντι στο βασιλιά, όταν
τους κάλεσε μπροστά του.
Στην αρχή ο Αντίοχος προσπάθησε να τους κολακεύσει με διάφορα εγκώμια
για τη νιότη τους. Τους είπε ότι αν έτρωγαν από τα ειδωλόθυτα που τους
πρόσφερε, θα απολάμβαναν μεγάλες τιμές, και φυσικά θα τους έσωζε από το
θάνατο. Τότε οι επτά αδελφοί απάντησαν στον Αντίοχο, «είναι περισσότερο
επιβλαβής και απ’ αυτόν το θάνατο, νομίζουμε, η συμπάθειά σου για την
παράνομη σωτηρία μας» (Δ΄Μακκαβαίων θ΄4).
Εξοργισμένος τότε ο Αντίοχος, με τροχούς, φωτιά και ακόντια,
έναν-έναν τους σκότωσε όλυς. Η δέ μητέρα τους Σολομονή, ρίχτηκε μόνη της
στη φωτιά και έτσι όλοι μαζί πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου.
Β’ Μακκαβαίων, κεφ. 7:
(1) Συνέβη δε το κατωτέρω γεγονός : Συνελήφθησαν επτά αδελφοί μετά
της μητρός των και ηναγκάζοντο υπό του βασιλέως να φάγουν χοίρειον κρέας
απηγορευμένον υπό του Θείου Νόμου [σημείωση: ως δείγμα έμπρακτης άρνησης της λατρείας του αληθινού Θεού και ασπασμού της ειδωλολατρίας], βασανιζόμενοι διά μαστιγώσεων με μαστίγια τα οποία είχον κατασκευασθή από νεύρα.
(2) Ο πρώτος δε εκ των αδελφών αυτών εξ ονόματος των άλλων είπε προς
τον βασιλέα: «Τι θέλεις να ερωτάς και τι θέλεις να μάθεις από εμάς;
είμεθα έτοιμοι να αποθάνωμεν παρά να παραβώμεν τους νόμους των πατέρων
ημών».
(3) Ο βασιλεύς θυμωθείς λίαν διέταξε να θέσουν εις την πυράν τηγάνια και λέβητας.
(4) Όταν αυτά αμέσως επυρώθησαν, διέταξεν ο βασιλεύς αμέσως να κόψουν
την γλώσσαν εκείνου, ο οποίος είχε την πρωτοβουλίαν να ομιλήση ούτω,
έπειτα διέταξε και αφηρέθη το δέρμα της κεφαλής του, απεκόπησαν τα άκρα
του σώματός του υπό τα βλέμματα των άλλων αδελφών του και της μητρός
του.
(5) Όταν αυτός κατήντησε ανίκανος καθόλου να κινηθή, διότι πλήρως
ηκρωτηριάσθη, ο βασιλεύς διέταξεν, ενώ ακόμη ανέπνεε να βάλουν αυτόν εις
την πυράν, δια να τηγανίσουν αυτόν. Ενώ δε ο ατμός του τηγανιού
ανεδίδετο επί μακρόν, οι αδελφοί του μετά της μητρός του παρεκίνουν
αλλήλους να αποθάνουν γενναίως λέγοντες τα κατωτέρω:
(6) «Κύριος ο Θεός βλέπει και είναι τη αληθεία πράγματι συμπαθής προς
ημάς, όπως μας το είπεν ο Μωυσής εις την ωδήν, εν τη οποία διεμαρτύρετο
ενώπιον όλου του Ισραηλιτικού λαού λέγων : Ο Κύριος ευσπλαγχνίζεται
τους δούλους του».
(7) Όταν κατ΄αυτόν τον τρόπον υπέστη τον μαρτυρικόν θάνατον ο πρώτος
αδελφός, ωδήγουν οι αξιωματικοί του βασιλέως τον δεύτερον αδελφόν εις το
μαρτύριον. Αφού απέσπασαν το δέρμα της κεφαλής μετά των τριχών, ηρώτων
αυτόν εάν θέλει να φάγει χοίρειον κρέας, πριν βασανισθεί εις έκαστον εκ
των άλλων μελών του σώματός του.
(8) Αυτός εις την γλώσσαν των πατέρων του απήντησεν: «Όχι!» Δια τούτο
και αυτός υπέστη με την σειράν του τα αυτά βασανιστήρια ως και ο
πρώτος.
(9) Όταν ευρίσκετο εις την στιγμήν να εκπνεύση είπε προς τον βασιλέα:
«Συ μεν αλιτήριε, αφαιρείς εξ ημών την παρούσαν ζωήν, ο Βασιλεύς όμως
του κόσμου θα μας αναστήσει εις μίαν αιώνιον ζωήν, εφ’ όσον ημείς
απεθάνομεν πιστοί εις τους νόμους Του».
(10) Έπειτα απ’ αυτόν εβασανίσθη ο τρίτος αδελφός. Εις την αίτησιν
του δημίου εξήγαγεν αμέσως την γλώσσαν του και τας χείρας του έτεινε
μετά θάρρους
(11) και ατρομήτως είπεν: «Εκ του εν ουρανοίς Θεού έχω τα μέλη ταύτα,
αλλά και χάριν των νόμων του Θεού περιφρονώ ταύτα, διότι εκ του Θεού
ελπίζω να επανεύρω αυτά μίαν ημέραν».
(12) Αυτός ο ίδιος ο βασιλεύς και εκείνοι, οι οποίοι ηκολούθουν
αυτόν, εξεπλάγησανμε το θάρρος του νεαρού τούτου ανθρώπου, ο οποίος
ουδόλως ελάμβανεν υπ’ όψιν τους πόνους εκ των βασανιστηρίων.
(13) Αποθανόντος και αυτού ωδήγησαν τον τέταρτον υιόν εις τα
βασαβιστήρια (14) προκειμένου και αυτός να εκπνεύσει είπε προς τον
βασιλέα: «προτιμότερον είναι να αποθνήσκει τις δια των χειρών των
ανθρώπων, με την ελπίδαν την οποίαν έχει προς τον Θεόν, ότι θα αναστηθεί
υπ’ Αυτού! Δια σε όμως η ανάστασίς σου δεν θα είναι προς ζωήν».
(15) Κατόπιν οδηγήθη ο πέμπτος υιός , τον οποίον εβασάνιζον.
(16) Αυτός προσηλώσας το βλέμμα του προς τον βασιλέα είπεν: « Έχεις
την δύναμιν μεταξύ των ανθρώπων, αν και θνητός και δύνασαι να πράξης παν
ό,τι θέλεις. Δεν πρέπει όμως να πιστεύσης, ότι το γένος ημών έχει
εγκαταλειφθή υπό του Θεού.
(17) Περίμενε συ και θα ίδεις την μεγάλην δύναμιν του Θεού πόσο σε και την φυλήν σου θα βασανίσει».
(18) Έπειτα δε απ’ αυτόν ωδήγουν προς το μαρτύριον τον έκτον αδελφόν.
Προκειμένου και αυτός να αποθάνη είπε προς τον βασιλέα: «Μη πλανάσαι
ματαίως. Διότι ημείς οι ίδιοι έχωμεν επισύρει τας συμφοράς ταύτας εις
εαυτούς αμαρτήσαντες ενώπιον του Θεού μας. Δι’ αυτό επήλθον εις ημάς τα
εκπληκτικά ταύτα κακά.
(19) Αλλά συ δεν πρέπει να φαντασθής, ότι θα είσαι ατιμώρητος, αφού ετόλμησας να γίνεις Θεομάχος».
(20) Η μήτηρ δε η οποία ήτο πολύ αξιοθαύμαστος και αξία αγαθής
μνήμης, βλέπουσα να αποθνήσκουν οι επτά υιοί της εν διαστήματι μιας
ημέρας, υπέμεινε γενναίως τα μαρτύρια των υιών της, διότι είχε τας
ελπίδας της προς τον Κύριον.
(21) Αυτή παρεκίνει ένα έκαστον εκ των υιών της εις την μητρικήν των
γλώσσαν και πλήρης ευγενεστάτων συναισθημάτων ενεθάρρυνεν αυτούς
μεταβάλλουσα την γυναικείαν τρυφερότητα εις ανδρικόν θάρρος. Και έλεγεν
προς αυτούς:
(22) «Δεν γνωρίζω πως εγεννήθητε εις την κοιλίαν μου, ούτε εγώ σας
έδωκα πνεύμα και ζωήν. Δεν είμαι εγώ εκείνη, η οποία συνεκέντρωσα και
εταξηνόμησα τα στοιχεία, τα οποία απετέλεσαν το σώμα σας.
(23) Δι’ αυτό λοιπόν ο Δημιουργός του κόσμου, Εκείνος, ο οποίος
έπλασεν τον άνθρωπον ευθύς εξ’ αρχής, εκείνος ο οποίος έδωσεν αρχήν εις
όλα τα πράγματα, Αυτός και πάλιν εν τη ευσπλαγχνία Του θα αποδώση το
πνεύμα και την ζωήν προς υμάς, διότι τώρα σεις περιφρονείτε τον εαυτόν
σας χάριν των νόμων Αυτού».
(24) Ο Αντίοχος επειδή ενόμιζεν, ότι περιεφρονείτο και υπωπτεύετο,
ότι υβρίζετο δια των λόγων της μητρός αυτής, όταν ακόμη ο νεώτερος υιός
της ευρίσκετο εν ζωή, όχι μόνον απηύθηνεν ο βασιλεύς εις αυτόν
παροτρύνσεις δια λόγων απλών, αλλ’ υπέσχετο εις αυτών δια όρκων, να κάμη
αυτόν πλούσιον και ευτηχή, να κάμη αυτόν φίλον του και να εμπιστευθή
εις αυτόν υψηλάς θέσεις, εάν εγκαταλέιψη τους νόμους των πατέρων του.
(25) Επείδη όμως ο νεαρός αυτός αδελφός ουδεμίαν προσοχήν έδιδεν εις
τας προσφοράς αυτάς του βασιλέως, ο βασιλεύς προκαλέσας την μητέραν
παρεκίνει αυτήν, ίνα συμβουλεύσει τον υιόν της δια την σωτηρίαν του.
(26) Όταν ο βασιλέυς επί πολύν χρόνον παρεκίνει αυτήν, η μήτηρ εδέχθη να πείσει τον υιόν.
(27) Κύψασα δε αυτή προς τον υιόν και χλευάσασα τον ωμόν βασιλέα,
κατ’ αυτόν τον τρόπον ωμίλησε με την γλώσσαν των πατέρων της και είπε
προς τον υιόν της: «παιδί μου λυπήσου εμέ, η οποία σε έφερον εννέα μήνες
εν τη κοιλία μου, εμέ η οποία εθήλασά σε και έφερον μέχρι της ηλικίας
αυτής που είσαι.
(28) Σε εξορκίζω, παιδί μου, να ίδης τον ουρανόν και την γην και όλα
τα εν αυτή. Θέλω να γνωρίζεις, ότι ο Θεός εδημιούργησε αυτά εκ του
μηδενός και το γένος των ανθρώπων δια του Θεού ήλθεν εις την ύπαρξιν.
(29) Μη φοβηθείς τον δήμιον αυτόν, αλλά έσο αντάξιος των αδελφών σου,
δέξαι τον θάνατον, ίνα σε επανεύρω μετά των αδελφών σου εις τον καιρόν
του ελέους του Θεού, της αναστάσεως των νεκρών.
(30) Ενώ η μήτηρ ωμίλει ακόμη, ο νεώτερος αυτός αδελφός είπε προς
τους δημίους: «Τι περιμένετε; Δεν υπακούω εις την εντολήν του βασιλέως,
υπακούω εις τας εντολάς του νόμου, ο οποίος εδώθη διά του Μωϋσέως εις
τους πατέρας υμών.
(31) Σύ δε βασιλεύ, γενόμενος αίτιος όλων των συμφορών αυτών εναντίον των Εβραίων δεν θα αποφύγεις την τιμωρόν χείραν του Θεού.
(32) Ημείς υποφέρομεν διά τας αμαρτίας μας.
(33) Εάν ο Κύριος ημών, ο οποίος είναι ο πραγματικός ζων Θεός, ίνα
τιμωρήσει και διορθώση ημάς έδειξε προς στιγμήν τον θυμόν του, πάλιν θα
συμφιλιωθεί μεθ’ ημών των δούλων αυτού.
(34) Σύ δε, ασεβέστατε και πάντων ανθρώπων μιαρώτατε, μη
υπερηφανεύεσαι ματαίως καυχώμενος και στηριζόμενος εις ελπίδας ψευδείς
και υψώνων την φονικήν και άδικον χείραν σου εναντίον των δούλων του
Θεού
(35) διότι δεν εξέφυγες ακόμη την καταδίκην του Παντοκράτορος και επόπτου Θεού ημών, του εποπτεύοντος επί όλου του κόσμου.
(36) Οι αδελφοί ημών πρόσκαιρον υποστάντες θλίψιν, ευρίσκονται υπό
την προστασίαν του Θεού δια υποσχέσεως υποσχομένης μίαν αιώνιον ζωήν. Συ
όμως δια της καταδίκης του Θεού θα υποστής την τιμωρίαν της
υπερηφανείας σου.
(37) Ως προς εμέ, όπως και οι άλλοι αδελφοί μου θα παραδώσω το σώμα
μου και την ζωήν μου χάριν των νόμων των πατέρων μου παρακαλών τον Θεόν
να φανή αμέσως ίλεως προς τον λαόν Του και να οδηγήσει και σε δια
βασάνων και θλίψεων εις το να ομολογήσεις, ότι είναι ο μόνος Θεός.
(38) Εύχομαι δε όπως εις εμέ και εις τους αδελφούς μου σταματήση ο
Θεός την οργήν Του, η οποία δικαίως εστράφη εναντίον ολοκλήρου του
γένους ημών.
(39) Ο βασιλεύς περιελθών εις μεγάλην οργήν διέταξεν, όπως ο νεώτερος
αυτός αδελφός βασανισθεί περισσότερο απ’ τους άλλους αδελφούς, διότι
βαρέως έφερεν την περιφρόνησιν αυτού.
(40) Ούτως απέθανε και ο νεαρός αυτός αδελφός καθαρός πάσης ειδωλολατρίας και πλήρως αφοσιωμένος εις τον Θεόν.
(41) Τέλος απέθανε μαρτυρικώς τελευταία και η μήτηρ έπειτα από τους υιούς.
(42) Αρκετά λοιπόν είναι τα ανωτέρω, τα οποία ανέφερον διά την
υπόθεσιν, τον διασκορπισμόν των σπλάγχνων των μαρτύρων και διά τας
υπερβολικάς σκληρότητας του Αντιόχου επί των Ιουδαίων.