Όταν αρχίσει
κανείς να αισθάνεται πλουσιοπάροχα την αγάπη του Θεού, τότε αρχίζει να
αγαπά με πνευματική αίσθηση και τον πλησίον. Αυτή είναι η αγάπη για την
οποία μιλούν όλες οι Γραφές.
Η κατά σάρκα
φιλία πολύ εύκολα διαλύεται, όταν βρεθεί κάποια ασήμαντη αιτία, γιατί
δεν είναι δεμένη με την πνευματική αίσθηση. Στον άνθρωπο όμως που στην
ψυχή του ενεργεί ο Θεός, και αν συμβεί κάποιος ερεθισμός, δεν λύνεται ο
δεσμός της αγάπης.
Γιατί με την
θερμότητα της αγάπης του Θεού η ψυχή ξαναθερμαίνει τον εαυτό της στο
καλό και γρήγορα ξαναφέρνει μέσα της την αγάπη του πλησίον με πολλή
χαρά, ακόμη και αν έχει υβρισθεί ή ζημιωθεί υπερβολικά από αυτόν· και με
τη γλυκύτητα του Θεού εξουδετερώνει την πικρία της φιλονεικίας.
Εκείνος που αγαπά το Θεό, πιστεύει ειλικρινά και εκτελεί τα έργα της πίστεως μ' ευσέβεια. Εκείνος όμως που πιστεύει μόνο, χωρίς να έχει αγάπη, και αυτή την πίστη που νομίζει ότι έχει, δεν την έχει. Η πίστη του είναι ελαφρή, γιατί δεν έχει το βάρος και τη δόξα της αγάπης. Άρα η συγκεφαλαίωση όλων των αρετών είναι η πίστη που γίνεται πράξη με την αγάπη(Γαλ. 5, 6).
Ο βυθός της
πίστεως, όταν τον ερευνά κανείς με περιέργεια, αναταράζεται, ενώ όταν
τον παρατηρεί κανείς με απλή και απονήρευτη διάθεση, μένει γαλήνιος. Και
τούτο γιατί το βάθος της πίστεως μοιάζει με το νερό της λήθης, όπου
λησμονούνται όλα τα κακά, και δεν επιτρέπει να το εξετάζει κανείς με
περιέργεια.
Ας πλέομε λοιπόν στο πέλαγος της πίστεως με απλότητα στη διάνοιά μας, για να μπορέσομε έτσι να φτάσομε στο λιμάνι του θελήματος του Θεού.