Πρωτοπρ. Βασίλειος Ε.Βολουδάκης
Συνηθίσαμε να μεταφράζουμε απλώς τη λέξη «Πάσχα» από την Εβραϊκή γλώσσα στην Ελληνική, που σημαίνει «Διάβαση», χωρίς να επιμένουμε στην ερμηνεία του νοήματος που κρύβεται πίσω απ’ αυτή τη λέξη και γι’ αυτό δεν συνειδητοποιούμε το βαθύτερο νόημά της, αφού, τελικά, δεν την ταυτίζουμε με ένα Πρόσωπο. Το Πρόσωπο του Χριστού.
Ο άγιος Απόστολος Παύλος με την κατηγορηματική του διατύπωση «Και γαρ
το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (1 Κορ. 5, 7), δεν μας αφήνει
κανένα περιθώριο να απομακρυνθούμε από το Πρόσωπο του Χριστού, γιατί το
Πρόσωπο Αυτό είναι το Κλειδί των Μυστηρίων της ανθρωπίνης φύσεως. Με
άλλα λόγια, «η ζωή (ημών) κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Κολ. 3,3)
και γι’ αυτό, χωρίς τον Χριστό, κανείς άνθρωπος δεν θα μπορέση ποτέ να
γνωρίση βαθειά την ύπαρξή του, να ξεκλειδώση τα στενάχωρα σπλάγχνα του,
να αξιοποιήση τον εαυτό του και να αποκτήση την πολυπόθητη ειρήνη και τη
χαρά.
Το Πρόσωπο του Χριστού πολέμησε απ’ αρχής ο Διάβολος με τις διάφορες
αιρέσεις, που έχουν όλες κέντρο και σκοπό να αλλοιώσουν και να νοθεύσουν
τον Αληθινό Χριστό και να τον διδάξουν στους ανθρώπους αλλοιωμένον,
κάλπικον, πραγματικόν «Ψευδόχριστον». Γι’ αυτό, η αγία μας Εκκλησία
παρουσιάζει συνεχώς στους πιστούς το Αληθινό Πρόσωπο του Χριστού γιατί
πρέπει όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε ότι το Πρόσωπο του Χριστού είναι
και το πρόσωπο της ανθρωπίνης φύσεως και όχι, όπως πολλοί νομίζουν, το
πρόσωπο του καθενός μας.
Η ανθρώπινη φύση μας δεν είναι απρόσωπη, ώστε να δικαιολογήται ο
καθένας μας να την λειτουργή με το τάχα δικό του πρόσωπο, με τον δικό
του αυθαίρετο τρόπο. Μια τέτοια ανθρώπινη φύση θα ήταν κατάρα, χωρίς
καμμιά προοπτική σχέσεως και επικοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους,
χωρίς προοπτική ενότητος και αγάπης, αφού με την αυθαιρεσία τους ποτέ
δεν θα μπορούσαν να συμπέσουν και να συμπλεύσουν τόσες -όσες η
ανθρωπότητα- ανθρώπινες υπάρξεις.
Η ανθρώπινη φύση δεν έχει ανθρώπινο πρόσωπο για να μην υποτιμηθή.
Γιατί υποτίμησή της θα ήταν το να υποστασιάζεται σε κάθε ανθρώπινη
ατομικότητα= μικρότητα. Η ανθρώπινη φύση έχει Πρόσωπο, το Πρόσωπο του
Θεού Λόγου, ώστε να ανυψωθή και να αξιοποιηθή στο έπακρον αλλά και για
να διατηρηθή αιωνίως, εφ’ όσον ο Θεός Λόγος, που είναι το Πρόσωπό της,
δεν είναι θνητός αλλά ως φύσει Θεός έχει «αθανασίαν, φώς οικών
απρόσιτον» (1 Τιμ 6,16).
Φαίνεται πως δεν έχουμε δώσει όση θα έπρεπε σημασία στην διατύπωση
της Αγίας Γραφής ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε «κατ’ εικόνα Θεού» και όχι ως
Εικόνα Θεού, γι’ αυτό και κάνουμε συνεχώς λόγο για το ανθρώπινο πρόσωπο
σαν να είναι κάτι το αυθύπαρκτο, ανεξάρτητο και με δικαιώματα
αυθαιρεσίας και διακινδυνεύσεως. Συγχέουμε το αυτεξούσιο, που μας έδωσε ο
Θεός, με το πρόσωπο, όμως κάνουμε μεγάλο λάθος.
Εμείς οι άνθρωποι πλασθήκαμε «κατ’ εικόνα Θεού» κατ’ εικόνα του
Χριστού, «ός εστιν Εικών Θεού» (2 Κορ. 4,4). Ο Χριστός είναι η Εικόνα
του Θεού. Εμείς οι άνθρωποι, πλασθήκαμε εικόνα της Εικόνος, δηλαδή,
«κατ’ εικόνα» «του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Μεγάλου Θεού και
Σωτήρος, της ελπίδος ημών· «ός εστιν Εικών της (του Πατρός) αγαθότητος,
σφραγίς ισότυπος, εν εαυτώ δεικνύς τον Πατέρα» (Μ. Βασίλειος).
Για να μιλήσουμε απλά, τελικά δεν υπάρχει ανθρώπινο πρόσωπο που εκ
φύσεως μας ανήκει, αλλά το Πρόσωπο του Θεού Λόγου ως Πρόσωπο-Υπόσταση
της ανθρωπίνης φύσεως δίδει «κατά χάριν» πρόσωπο σε εκείνους που
προσπαθούν να μένουν ενωμένοι μαζί Του δια των Μυστηρίων της Εκκλησίας
και της θελήσεώς τους να ενεργούν την ανθρώπινη φύση τους, όπως την
ενήργησε ο Χριστός κατά την επίγεια ζωή Του. Μόνο αυτούς ο Θεός
αναγνωρίζει, αυτοί μόνο έχουν “πρόσωπο”, οι άλλοι μακρυά από τον Χριστό
γίνονται απρόσωποι, αγνώριστοι και γι’ αυτό ο Θεός τους λέει: «ουκ οίδα
υμάς».
* * *
Άν επιχειρήσουμε να συναναστραφούμε νοερά τον Χριστό και να συζήσουμε
με Αυτόν, θα διαπιστώσουμε μέσα από τα ιερά κείμενα, που μας
εξασφαλίζουν αυτή τη δυνατότητα, ότι ο Χριστός δεν ήλθε στη γη για να
παγιδευθή στους περιορισμούς της πεπτωκυίας φύσεώς μας και να παρασυρθή
στην ανθρώπινη περιπέτεια της διακινδυνεύσεως κάνοντας κατορθώματα ως
άνθρωπος, όπως τον λανσάρουν κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι για να
δικαιολογήσουν τη ροπή τους στον “τυχοδιωκτισμό”, οδηγώντας τους
ανθρώπους σε μια ατέρμονη και επικίνδυνη περιπέτεια. «Ο Χριστός δεν ήλθε
στη γη για να αγωνισθή, ούτε για να δοκιμάση τις δυνάμεις Του και να
αναδειχθή τροπαιοφόρος και νικητής. Ήλθε επι της γης αναδεδειγμένος
νικητής για να μας σώση. Όχι για να διακινδυνεύση αγωνιζόμενος κατά της
αμαρτίας και της φθοράς της ανθρωπίνης φύσεώς Του»1.
Ο Χριστός, όπως ομολογεί η Εκκλησία μας, από τη στιγμή της συλλήψεώς
Του στην κοιλία της Θεοτόκου ένωσε στο Θείο Του Πρόσωπο την ανθρώπινη
φύση και έτσι η ανθρώπινη φύση του Χριστού «εξ άκρας συλλήψεως» εθεώθη.
Δεν γεννήθηκε πρώτα ως απλός και κοινός άνθρωπος και κατόπιν ενώθηκε με
την ανθρωπίνη φύση Του ο Θεός, όπως πιστεύουν οι αιρετικοί, αρνούμενοι
να ονομάσουν την Παναγία μας Θεοτόκον, αποκαλώντας την μόνο
«Χριστοτόκον», αλλά ήλθε επι της γης Θεάνθρωπος, με ενωμένες στο Θείο
Πρόσωπό Του και την Θεία και την ανθρώπινη φύση, οι οποίες μετέδιδαν τα
ιδιώματά τους η μία φύση στην άλλη.
Ως Θεάνθρωπος ο Χριστός, με θεωμένη την ανθρωπίνη φύση Του, δεν
υπέκειτο αναγκαστικα στα «αδιάβλητα ανθρώπινα πάθη» (=ακατηγόρητα πάθη,
τα οποία αυτά καθ’ εαυτά δεν είναι αμαρτία αλλά τεκμήρια ελλείψεις
θεώσεως και συνεπώς ήσαν προ Χριστού εμπόδια για τη σωτηρία και την
Ανάστασή μας από τον θάνατο), στα οποία υποκείμεθα εμείς οι άνθρωποι
λόγω της πτώσεώς μας από τον Παράδεισο. Δηλαδή δεν υπέκειτο αναγκαστικά ο
Χριστός στην πείνα, στη δίψα, στην κόπωση, στην αιμάτωση, στον θάνατο.
Όμως, παρ’ ότι δεν υπέκειτο σ’ αυτά αναγκαστικά και υποχρεωτικά, τα
ενήργησε κατά την επίγεια ζωή Του όποτε και όσο ήθελε, για να προσλάβη
επάνω Του το επιτίμιό μας και έτσι, ενώ μέχρι τότε, όποιος άνθρωπος
υπέκειτο στα «αδιάβλητα πάθη» οδηγείτο σταδιακά στον θάνατο, από τον
οποίον δεν υπήρχε επιστροφή και ανάσταση, με το να ενεργήση εκουσίως τα
αδιάβλητα πάθη μας ο Χριστός και δια της ενεργείας αυτών να φθάση μέχρι
τον θάνατο, άνοιξε για όλο το ανθρώπινο γένος ο δρόμος της αναστάσεως
αφού δεν ήταν δυνατόν να κρατηθή «υπό του θανάτου ο Αρχηγός της Ζωής»!
Συνεπώς, το μεγαλείο του Χριστού δεν έγκειται στο ότι νίκησε την
αμαρτία, όπως ισχυρίζονται πολλοί, υποβιβάζοντας τον Χριστό στο επίπεδο
του «υπό παθών ενοχλουμένου ανθρώπου>, που με την ηθική του νίκησε
την αμαρτία, αποπροσανατολίζοντας έτσι τους ανθρώπους από τον Αληθινό
Χριστό, διότι ο Χριστός και Αναμάρτητος ήλθε επι της γης και ως Ενωμένος
κατά την ανθρωπίνη φύση Του, με το Θείο Του Πρόσωπο ήταν αμετακίνητος
προς την αμαρτία.
Το μεγαλείο του Χριστού έγκειται στην άκρα Ταπείνωσή Του να κενωθή
όχι μόνο από την Δόξα Του, με το να γεννηθή ως άνθρωπος, αλλά και με το
να κενωθή από τις ιδιότητες της αναμάρτητης ανθρωπίνης φύσεώς Του και να
ενεργήση τα αδιάβλητα πάθη μας.
Το μεγαλείο του Χριστού έγκειται στην άφατη αγάπη Του για μας, στον
πόθο Του για τη σωτηρία και Ανάστασή μας. Ότι για χάρη μας και μόνο για
χάρη μας, χωρίς να έχη καμμιά ανάγκη, έκανε για μας τα πάντα. Γεύθηκε
εκουσίως την πείνα μας, τη δίψα μας, την κούρασή μας, τους πόνους μας,
μάτωσε και τελικά γεύθηκε τον θάνατο για να μας «οδοποιήση την ζωήν»,
για να κατασκευάση δρόμο στην καρδιά του θανάτου, που να οδηγεί στην
Ανάσταση και στην Αιώνια Ζωή. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας συνεχώς τονίζει
ότι το Πάθος του Χριστού είναι εκούσιον.
Αυτή είναι η Διάβαση, που λέγεται Πάσχα. Αυτή είναι η Διάβαση «εκ του
θανάτου εις την Ζωήν». Αυτή η Διάβαση είναι ο Χριστός, γι’ αυτό ο
Απόστολος Παύλος μας παραγγέλλει «ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν
Αυτού». Μόνο πατώντας στα χνάρια του Χριστού, μόνο πίσω από τον Χριστό,
πίσω Του επακριβώς, όπως με λεπτομέρειες μας καθοδηγεί η Εκκλησία μας,
θα απαλλαγούμε από τον φόβο του Θανάτου και θα νοιώσουμε την αληθινή
χαρά, που τεντώνει το συρρικνωμένο από την κατάθλιψη στέρνο του σώματος
αλλά και της ψυχής μας.
Βαδίζοντας πίσω από τον Χριστό, δηλαδή ζώντας τη Ζωή Του, δεν υπάρχει
τίποτα και κανείς να μας φοβίζη, αφού θάνατος πια δεν υπάρχει, «θάνατος
ουκέτι κυριεύει».
Να, γιατί το Πάσχα είναι ο Χριστός. Να, γιατί χωρίς να συζήσουμε με
τον Χριστό, χωρίς να ζήσουμε τα αδιάβλητα πάθη μας, την πείνα μας, τη
δίψα μας, την κούρασή μας, τις πληγές μας, τους πόνους μας και τον
θάνατό μας με τον νου και την ψυχή μας προσηλωμένα στον Χριστό, με την
καρδιά μας στον Χριστό, δεν θα βρούμε ποτέ, μα ποτέ, ανάπαυση!