Πάντοτε σήμαινε και σημαίνει να γνωρίζεις με ένα μεταλογικό και
ωστόσο απόλυτα βέβαιο τρόπο που ονομάζεται πίστη, πως ο Χριστός είναι η
Ζωή κάθε ζωής, πως είναι η Ζωή η ίδια και επομένως η ζωή μου. «Εν αυτώ
ζωή ην και η ζωή ην τον φως των ανθρώπων».
Όλες οι χριστιανικές διδασκαλίες -για την Ενσάρκωση, τη Λύτρωση, τον
Εξιλασμό- είναι συνέπειες, εξηγήσεις, αλλά όχι η «αιτία» αυτής της
πίστης. Μονάχα όταν πιστεύουμε στο Χριστό όλες αυτές οι διαβεβαιώσεις
βλέπουμε να «έχουνε πέραση» και να «στέκουνε».
Η ίδια η πίστη δεν είναι αποδοχή τούτης ή εκείνης της «πρότασης» για
το Χριστό, αλλά αποδοχή του ίδιου του Χριστού ως Ζωής και του φωτός της
ζωής. «Και η ζωή εφανερώθη και εωράκαμεν, και μαρτυρούμεν και
απαγγέλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα, και
εφανερώθη ημίν».
Με αυτή τη σημασία η χριστιανική πίστη είναι ριζικά διαφορετική από
τη «θρησκευτική» πίστη. Η αφετηρία της δεν είναι η πίστη, είναι η αγάπη.
Καθαυτή και από μοναχή της κάθε πίστη είναι μερική, αποσπασματική,
ευκολοράγιστη. «Εκ μέρους γιγνώσκομεν, και εκ μέρους προφητεύομεν… είτε
δε προφητείαι, καταργηθήσονται.
Είτε γλώσσαι, παύσονται. Είτε γνώσις, καταργηθήσεται». Μονάχα η αγάπη
ουδέποτε εκπίπτει. Και αν το να αγαπώ κάποιον σημαίνει πως αυτός γίνηκε
η ζωή μου ή μάλλον πως γίνηκε το «περιεχόμενο» της ζωής μου, το να
αγαπώ το Χριστό σημαίνει πως Τον κατέχω ως τη Ζωή της ζωής μου».
«Για να ζήσει ο κόσμος»