π. Κ.Ν. Καλλιανός
Νῦν ἐν γῇ πραέων πάντας αὐλίζεσθαι, τοὺς προκεκοιμημένους Σῶτερ εὐδόκησον…» (Κανὼν Νεκρώσιμος τοῦ πλ. β΄, ὠδὴ Η΄, 3ο τροπάριο)
Κάθε
τέτοια μέρα, μέρα μὲ ἀπύθμενο βάθος καὶ πολυτιμότατο εἰδικὸ βάρος,
σκέφτομαι τὴ γιαγιά μου τὴ Σοφία, γιατὶ ἐκείνη, περισσότερο ἀπό τὸν
καθένα, μὲ ἔμαθε νὰ τιμῶ καὶ νὰ σέβομαι τοὺς κεκοιμημένους.
Ἤταν ἐντελῶς ἀγράμματη καὶ τὸ μόνο ποὺ γνώριζε ἦταν νὰ μετρᾶ: «ἔνα δυό, τρία τέσσιρα, πέντι…».
Ὡστόσο
εἶχε πίστη, ἀπλότητα καὶ τὴν εὐαισθησία, πὼς ἦταν ἀμαρτωλή. Δηλαδὴ πὼς
πίκρανε τὸ Θεὸ γιὰ πολλὰ καὶ διάφορα καὶ ἀναζητοῦσε τοῦτο μονάχα: Τὸ
ἔλεός Του…
Τοὺς κεκοιμημένους τοὺς τιμοῦσε μνημονεύοντάς τους συχνὰ καὶ μὲ τὴ βαθειὰ συναίσθηση ὅτι ἔχει χρέος νὰ τὸ κάνει αὐτό. Ἔτσι
μάθαινα κι ἐγὼ γιὰ προππάπους, γιὰ λησμονημένους γείτονες, γιὰ
ἄγνωστους συγχωριανούς μου, ποὺ κάθε τέτοια μέρα τοὺς ξανασυναντῶ μέσ᾿
ἀπό τὸν κατάλογο τῶν ὀνομάτων, τὸν ὁποῖο ἔγραψα μὲ τὴν ὑπόδειξη καὶ τὶς
πληροφορίες τῆς γιαγιᾶς.
Κι
ὄχι πὼς αὐτὸν τὸν κατάλογο δὲν τὸν θυμᾶμαι τὸν ὑπόλοιπο χρόνο καὶ δὲν
τὸν ἀξιοποιῶ, ὅμως αὐτὲς τὶς ὁριακὲς καὶ θεοκατάνυκτες ὧρες τοῦ
Ψυχοσάββατου τὸν κρατῶ καὶ τὸν μνημονεύω μὲ συγκίνηση, νοσταλγία καὶ
προσοχή.
Γιατὶ
ἐκεῖνο ποὺ μὲ συνέχει αὐτὲς τὶς στιγμὲς εἶναι ἡ σιωπὴ, ποὺ ἀνεβαίνει,
μαζὶ μὲ τὸ ἑσπερινὸ θυμίαμα στὸ μισόθαμπο χειμωνιάτικο ἀπόβραδο, καθὼς
μνημονεύονται τὰ ὀνόματα.
Ὀνόματα,
ποὺ πίσω τους κρύβονται πρόσωπα, γιὰ τὰ ὁποῖα πολλὰ ἔμαθα ἀπό τὴ γιαγιὰ
κι ἔτσι σήμερα, ἐπειδὴ κι ἐκείνη τοὺς συντροφεύει πιὰ ἐκεῖ ποὺ εἶναι,
θεωρῶ ἀπαραίτητο νὰ τὰ παραδώσω, μέσω τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ μυστηρίου
τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων, στὴ Μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ, ποὺ ἀναπαύονται, μέσα στὴν ἄχραντη σιωπὴ τους, αὐτὴ δηλαδή, τὴν
ἱερὴ γλώσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ποὺ ἐμεῖς ἀδυνατοῦμε ν᾿
ἀποκρυπτογραφήσουμε, ὡστόσο τὴ βιώνουμε ὡς φωτεινὴ παρουσία στὴ ζωή μας…