Κώστας Νούσης
Τη δεύτερη Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία μας ορίζει να τιμάται η μνήμη του οσίου πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά. Και αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο.
Όπως γνωρίζουμε, στις ησυχαστικές συνόδους του 14ου αι. ο Παλαμάς πρωτοστάτησε και συνέτριψε τις λατινικές πλάνες και φλυαρίες, επιβάλλοντας τον ησυχασμό ως αρχέγονη και γνήσια ορθόδοξη ασκητική πρακτική που οδηγεί στη θέωση.
Η Εκκλησία με αυτήν την επιλογή της θέλει να υπογραμμίσει κυρίως την ιδιοπροσωπία της, την ταυτότητά της έναντι των λοιπών χριστιανικών ομολογιών, των και ως αιρετικών πλέον καταταχθεισών. Και ποια είναι αυτή η ιδιάζουσα ταυτοπροσωπία της; Ο ορθόδοξος ησυχασμός.
Υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση ότι η μοναστική ζωή και ο ησυχασμός, με τον οποίο κυριότατα συνδέεται, δεν έχουν σχέση με την κοσμική ζωή των πολλών χριστιανών. Αυτό είναι πλάνη.
Το Ευαγγέλιο δεν έχει επίπεδα εφαρμογής. Απλά, οι δυνατότητες εκάστου χριστιανού και οι ποικίλες προαιρέσεις οδήγησαν σε διάφορους τρόπους βίωσης της χριστιανικής άσκησης, άλλοτε αυστηρότερες και άλλοτε πιο χαλαρές. Αυτή την ποικιλία ευλόγησε και το Πνεύμα το Άγιο, μοιράζοντας αναλόγως τα σχετικά χαρίσματα κλήσεων μέσα στην Εκκλησία.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ ενός μοναχού και ενός κοσμικού χριστιανού, ενός ερημίτη και ενός εγγάμου, διότι η ουσία της χριστιανικής ζωής είναι κοινή: η απόκτηση της Χάρης του Αγίου Πνεύματος, η οποία οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού.
Ως Ησυχασμός ορίζεται η προσπάθεια του χριστιανού μέσα σε συνθήκες εσωτερικής και εξωτερικής ησυχίας να ενωθεί με τον Χριστό δια της νοεράς προσευχής και της καθόδου – ενώσεως του νου με την καρδιά. Φτάνοντας με τη βοήθεια της Χάρης ο άνθρωπος στο σημείο αυτό, ορά και με τους σωματικούς οφθαλμούς την άκτιστη θεία ενέργεια-Φως: με αυτόν τον τρόπο ενώνεται ο άνθρωπος οντολογικά με την Αγία Τριάδα και έτσι θεώνεται, τουτέστιν αποκτά τη δυνατότητα της θείας κοινωνίας από τώρα, κυρίως όμως μετά την ανάσταση των νεκρών, στην προσδοκώμενη αιώνια Βασιλεία του Κυρίου.
Μπορεί να ζήσει, ωστόσο, ησυχαστικά ο κάθε χριστιανός; Ιδιαίτερα ο έγγαμος, ο γεμάτος από τις μέριμνες και τα άγχη της καθημερινότητας και μέσα στην ταραχή των μεγαλουπόλεων; Φυσικά και ναι.
Ίσως όχι στον βαθμό ενός ερημίτη, ωστόσο στα δικά του μέτρα. Έχουν καταγραφεί πολλές θεοπτικές εμπειρίες απλών λαϊκών πιστών, που ούτε θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί κρίνοντας τα πράγματα εξωτερικά και επιδερμικά.
Οι μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας, κατά τη συντριπτική πλειοψηφία τους ησυχαστές, προτρέπουν διαχρονικά τους πιστούς (αδιακρίτως) να ασκούν τη νοερά προσευχή.
Το πρόβλημα δημιουργείται όταν κάποιος προχωρήσει στην πνευματική αυτή εργασία αδιάκριτα και αυθαίρετα, οπότε εμφιλοχωρεί κίνδυνος πλάνης και δαιμονισμού. Για τον λόγο αυτόν απαγορεύεται να εισδύσει κάποιος στα ενδότερα της προσευχής αυτής χωρίς πνευματικό καθοδηγητή. Τα σχετικά εκκλησιαστικά βιβλία δεν επαρκούν, διότι ελλοχεύει και πάλι κίνδυνος παρερμηνείας τους.
Το ιδιάζον χαρακτηριστικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του τρόπου ζωής των μελών της είναι η ησυχαστική άσκηση. Αυτό καταδεικνύει η εορτή της Κυριακής του Οσίου Γρηγορίου. Αυτό καταθέτουν παλαιοί και σύγχρονοι άγιοι, όπως υπογράμμιζε ο όσιος γέροντας της Λάρισας αρχιμ. Σεραφείμ Δημόπουλος (+2008).
Η νηστεία σε συνδυασμό με την προσευχή – κυρίως τη νοερά – και τη συμμετοχή στα Μυστήρια – ειδικά τη Θεία Ευχαριστία – αποτελεί – σε συμπόρευση επίσης με την τήρηση των θείων εντολών – τον μόνο θεόθεν δεδομένο – άρα και μόνο σίγουρο και δοκιμασμένο – τρόπο θεοποίησης – ήτοι σωτηρίας – του αμαρτωλού και αμαρτάνοντος ανθρώπου.
Η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση είναι τα τρία στάδια μέσα από τα οποία περνάει αναπόφευκτα όποιος ζει ησυχαστικά. Αυτός είναι και ο μοναδικός σκοπός της ζωής μας ως Χριστιανών.
Δυστυχώς, επικρατεί και στην (ακαδημαϊκή κυρίως) θεολογία μας ένα αντιησυχαστικό πνεύμα κατ’ επίδρασιν κυρίως του ρωμαιοκαθολικισμού, του προτεσταντισμού και της μεταμοντέρνας εκκοσμίκευσης.
Το μεταπατερικό αυτό πνεύμα συνιστά αλλοίωση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας. Όποιος θέλει να λέγεται και να είναι τωόντι Ορθόδοξος, θα πρέπει να ζει ησυχαστικά, επιδιώκοντας τη δια της προσευχής ένωση με τον Τριαδικό Θεό.
Ο χριστιανισμός δεν πρέπει να κατέβει στο επίπεδο του κοινωνισμού, μέσα από λαθεμένες ιεραποστολικές και φιλανθρωπικές στοχεύσεις. Και αυτά χρειάζονται, αλλά πρέπει να απορρέουν από τον ησυχαστικό τρόπο ζωής και θεολογίας. Ειδάλλως εκπίπτουν σε αλλότριες – αλλόδοξες και αιρετικές μορφές χριστιανισμού.