Ο ΌΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ πήγε κάποτε επισκέπτης σ’ ένα μοναστήρι. Ήταν Κυριακή. Οι καλόγεροι μαζεύονταν στην εκκλησία να λειτουργηθούν.
Ο Όσιος στάθηκε σε μια παράμερη γωνιά. Από κει παρατηρούσε, χωρίς να φαίνεται, τους αδελφούς που έμπαιναν στην εκκλησία. Είχε χάρισμα από τον Θεό να διαβάζει την ψυχή, καθώς εμείς διαβάζουμε την όψη των συνανθρώπων μας.
Οι περισσότεροι αδελφοί είχαν χαρούμενο πρόσωπο, που έδειχνε αμέσως την εσωτερική τους διάθεση. Ο καθένας είχε πλάι του τον φύλακα Άγγελό του, που ακτινοβολούσε κι εκείνος από χαρά. Όλα αυτά έδειχναν αγιότητα, πρόοδο στην αρετή! Ο Αββάς Παύλος ευχαριστούσε με την καρδιά του τον Θεό.
Καθυστερημένος πολύ έφτασε ένας καλόγερος. Πόσο διαφορετικός από τους άλλους φαινόταν! Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, άγριο. Τον ακολουθούσαν πολλοί δαίμονες, που προσπαθούσαν ο καθένας χωριστά να τον τραβήξει με το μέρος του. Εκείνος ο δυστυχισμένος φαινόταν σαν χαμένος. Ο Άγγελός του περίλυπος στεκόταν σε απόσταση. Κάτι τον εμπόδιζε να πλησιάσει. Ο Όσιος έβγαλε βαθύ στεναγμό. Έκλαψε με συμπόνια για την βασανισμένη ψυχή του αδελφού.
Η Θεία Λειτουργία τελείωσε. Οι καλόγεροι με την σειρά άρχισαν να βγαίνουν. Ο Όσιος πάλι έβλεπε.
Τώρα έδειχναν πιο λαμπροί. Οι Άγγελοί τους φωτεινότεροι. Ο Αββάς Παύλος δεν κινήθηκε από την θέση του.
Περίμενε να δει κι εκείνον τον άλλο, που τόσο είχε προσευχηθεί γι’ αυτόν σ’ όλη την Λειτουργία. Δεν άργησε να φανεί κι εκείνος. Τί άλλαγή! Η όψη του ακτινοβολούσε! Τα πονηρά πνευματα είχαν εξαφανισθεί. Ο φύλακας Άγγελος τον σκέπαζε με τις φτερούγες του. Πόσο ευχαριστημένος έδειχνε τώρα!
– Δόξα σοι, ο Θεός! ξέφυγε χωρίς να θέλει από τα χείλη του Οσίου.
Οι αδελφοί γύρισαν και τον κοίταξαν με απορία. Εκείνος τότε τους φανέρωσε τι είχε δει το πρωινό στην εκκλησία. Ύστερα ανάγκασε τον αδελφό να πει με τι διαθέσεις πηγε στην Λειτουργία και πως έφευγε. Εκείνος δεν δίστασε να εξομολογηθεί μπροστά σ’ όλους.
– Μέχρι σήμερα, είπε, περνούσα με αμέλεια την ζωή μου. Τα πάθη κι οι κακοί λογισμοί με είχαν τόσο κυριέψει, που δεν μου έκανε πια καρδιά να φροντίσω για την διόρθωσή μου. Σήμερα όμως με ελέησε ο Θεός. Πρόσεξα με ιδιαίτερη προσοχή την ανάγνωση. Άκουσα τον Προφήτη ή μάλλον τον ίδιο τον Θεό να λέει με το στόμα εκείνου στους ομοίους μου αμαρτωλούς: «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών υμών, μάθετε καλόν ποιείν… και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνια λευκανώ…» (Ησ. 1, 16-18). Η καρδιά μου συντρίφθηκε.Έκλαψα και παρακάλεσα τον Ουράνιο Πατέρα να κάνει σε μένα τον άθλιο αυτά που υπόσχεται με το στόμα του Προφήτη. Έδωσα κι εγώ υπόσχεση ν’ αφήσω την αμέλεια και να κοπιάσω σκληρά για την διόρθωσή μου. Μ’ αυτές τις διαθέσεις βγήκα από την εκκλησία, αποφασισμένος πια να κρατήσω την υπόσχεσή μου.
Ο Όσιος και οι αδελφοί που άκουσαν την εξομολόγηση του μοναχού θαύμασαν κι έλεγαν μεταξύ τους:
– Είναι πραγματικά ανυπολόγιστη η αξία της μετανοίας.