Ποιό είναι όμως τό αληθινό νόημα τών Χριστουγέννων; Πώς πρέπει νά ζήσουμε τή Γέννηση τού Χριστού; Μήπως κάτι πρέπει νά κάνουμε λίγο διαφορετικό, πιό ουσιαστικό τήν περίοδο πού ξανοίγεται μπροστά μας; Μήπως η μέριμνα τού εορτασμού κάποιες φορές σκεπάζει τήν ουσία τής εορτής;
«Θεός εφανερώθη εν σαρκί» γράφει ο Απόστολος Παύλος στόν Τιμόθεο (Α΄ Τιμ. γ΄ 16). Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, όχι άγγελος ή κάτι άλλο· ενδύεται τήν δική μας φύση, τήν ανθρώπινη, αυτήν τιμά καί υπερυψώνει. Καί τούτο «ίνα τόν Αδάμ Θεόν απεργάσηται» γιά νά γίνει ο άνθρωπος θεός. Αυτός είναι ο προορισμός μας. Σέ αυτήν τήν λογική είναι εντεταγμένη η Εκκλησία μας. Μέ φόντο αυτή τήν πραγματικότητα καταλαβαίνει τά Χριστούγεννα. Λέμε συχνά γιά τόν εαυτό μας προκειμένου νά δικαιολογηθούμε: «έ, άνθρωπος είμαι κι εγώ». Πόσο λάθος είναι μία τέτοια αντίληψη! Σκοπός μας δέν είναι νά παραμείνουμε άνθρωποι, αλλά νά μπολιαστεί η αγριάδα τής ανθρώπινης φύσης καί νά βγάλει τό αγλαόκαρπο δέντρο τού ενχριστωμένου ανθρώπου, τού ανθρώπου πού έχει θεϊκά χαρακτηριστικά.
Πρέπει λοιπόν νά γίνει λίγο ανάλαφρη η ψυχή μας· νά ανέβουμε λίγο πιό ψηλά. Πάντοτε η Εκκλησία, όταν θέλει νά μάς μυήσει στόν πνευματικό κόσμο, μάς προκαλεί νά «επαρθώμεν ενθέως», νά φύγουμε από τήν κατάσταση πού βρισκόμαστε καί νά ανεβούμε σέ όρη πνευματικά. Μάς καλεί νά πετάξουμε κάποια βάρη μας, καί τέτοια βάρη είναι οι αμαρτίες μας, τά πάθη μας, τά σκοτάδια τής καρδιάς μας. Αυτή τήν περίοδο άς πάμε στήν εξομολόγηση, όχι απλώς γιά νά τά πούμε επειδή πρέπει, αλλά επειδή έχει ανάγκη η ψυχή μας νά ακουμπήσει πάνω στό πετραχήλι τού πνευματικού, στό λέντιο τού Κυρίου, καί νά καταθέσει ενώπιον τού Χριστού τίς αμαρτίες καί τά κρίματά της. Νά πάμε μέ μετάνοια ταπεινά καί νά ανοίξουμε τήν καρδιά μας ενώπιον τού Θεού. Νά πούμε αυτά πού είναι μεγάλα καί υποδουλώνουν τήν ψυχή μας, αυτά πού θεωρούμε μικρά καί είναι ύπουλα, αυτά πού συνήθως δέν ομολογούμε ούτε καί στόν εαυτό μας καί τού τά κρύβουμε φοβούμενοι ότι θά απογοητευθούμε. Νά πάμε καί νά εξομολογηθούμε τό πώς ζούμε, τί νοιώθουμε, τίς σκέψεις πού διαταράσσουν τήν κατάσταση τής ψυχής μας· ότι δέν μπορούμε νά υποχωρήσουμε, ότι διαρκώς κατακρίνουμε, αισθανόμαστε υπεροχικά, είμαστε εύκολοι στό ψέμα, αδύνατοι στήν πίστη, ακάθαρτοι στήν διάθεση Μπροστά στόν Θεό, «ενώπιοι ενωπίω», τό πρώτο πράγμα πού πρέπει νά πετάξουμε είναι οι αμαρτίες μας.
Υπάρχει καί ένα δεύτερο: είναι οι μέριμνές μας. Τό μυαλό μας είναι γεμάτο από ενοχλητικές σκέψεις. Διαρκώς σκεφτόμαστε απίστευτα πράγματα καί τά μεγαλοποιούμε σάν νά νομίζουμε ότι μέ τήν πολλή σκέψη θά βρούμε καί τή λύση. Δέν είναι έτσι. Μέ τήν πολλή σκέψη χάνουμε τήν λύση. Ο Θεός δέν προσεγγίζεται από τούς σκεπτόμενους. Ο Θεός προσεγγίζεται από τούς προσευχόμενους, από εκείνους πού εμπιστεύονται, πού ακουμπούν μέ τήν καρδιά τους πάνω Του. Γι αυτό καί μάς ζητάει νά μήν είμαστε πολυμέριμνοι. Θά έλθουν τά Χριστούγεννα καί η απειλή τών μεριμνών θά είναι πολύ μεγάλη: Πώς θά γιορτάσουμε; Τί θά μαγειρέψουμε; Τί δώρα θά αγοράσουμε; Όλες αυτές τίς λεπτομέρειες καλό θά είναι νά τίς τακτοποιήσουμε μία ώρα αρχύτερα μέ τόν απλούστερο τρόπο, γιά νά αποφύγουμε, μεριμνώντας καί φροντίζοντας γιά αυτά, νά χάσουμε τά μεγάλα. Πρέπει λοιπόν μαζί μέ τό βάρος τών αμαρτιών μας νά αποθέσουμε, νά βάλουμε στήν άκρη, καί τό βάρος τών μεριμνών μας. «Πάσαν τήν βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν», ψάλλουμε στή θεία λειτουργία. Άς τά αφήσουμε λοιπόν λίγο στήν άκρη όλα αυτά, ώστε νά μείνουμε στά βασικά, στά αναγκαία.
Καί ένα τρίτο πράγμα, πολύ σπουδαίο: Όσοι μπορούμε καί όλοι λίγο ή πολύ μπορούμε νά σκεφθούμε τόν διπλανό μας. Αυτόν πού μπορεί νά μήν έχει δουλειά, πού μπορεί νά είναι άρρωστος Τί ωραίο πράγμα είναι νά μήν αρκεστούμε στό «έ, θά τόν βοηθήσει ο Θεός» ή στό «άς τόν βοηθήσουν κάποιοι άλλοι», αλλά η ανάγκη του νά περάσει από τό αλάφρωμα τής δικής μας τσέπης! Τί μεγάλη ευλογία τό νά βαστάξουμε λίγο καί τά υλικά βάρη τών άλλων, άν μπορούμε καί άν έχουμε αυτή τήν δυνατότητα! Τί όμορφο αντί νά σπαταλήσουμε σέ κοσμικά καί κούφια δώρα δεξιά καί αριστερά τόν θησαυρό τών οικονομιών μας, νά δώσουμε λίγο μέσα από αυτόν αισθήματα αγάπης σέ ιερούς σκοπούς, σέ αναγκαιούντες αδελφούς μας, ώστε κάτι νά κάνουμε καί γιά τή δική μας ψυχή.
Αυτή λοιπόν η ευλογημένη περίοδος πού ξανοίγεται μπροστά μας, ξεδιπλώνεται σάν μία μοναδική ευκαιρία γιά τόν καθένα μας. Αυτό θά μάς θυμίζουν συνεχώς οι σαράντα μέρες πού ακολουθούν· καί όλη μας η ζωή αυτή τήν ανάγκη θά επιβεβαιώνει. Σέ εμάς μένει λίγο νά ανοίξουμε τά μάτια μας, κάπως νά διευρύνουμε τήν ακοή μας νά ακούμε τά πνευματικά μηνύματα, γιά νά μπορέσουμε νά βρεθούμε κάποτε κι εμείς νοερά στή Βηθλεέμ, νά χαρούμε μέ όλη μας τήν ύπαρξη τή Γέννηση τού Χριστού, τού Κυρίου καί Θεού μας. Καί τότε, αυτά τά Χριστούγεννα θά βεβαιώνουν ότι ο Θεός είναι «μεθ ημών», ότι δηλαδή βρίσκεται ανάμεσά μας· καί όχι μόνο ανάμεσά μας, αλλά τελικώς καί εντός ημών «η βασιλεία τού Θεού εντός ημών εστιν» (Λουκ. ιζ΄ 21).
Εύχομαι νά δώσει ο Θεός σέ όλους μας ανεξαιρέτως νά αξιωθούμε νά αντικρύσουμε ύστερα από σαράντα ημέρες τόν Κύριο όχι μόνο γεννώμενο στήν φάτνη τής Βηθλεέμ, αλλά κυρίως ανακλινόμενο στή φάτνη τής ψυχής μας. Αμήν.