Μία από τις πιο ωραίες προτυπώσεις της Παναγίας στην Παλαιά Διαθήκη είναι και αυτή του οράματος του προφήτη Ιεζεκιήλ (47,1 κ.ε.), ο οποίος είδε ότι βρισκόταν στον ναό του Σολομώντος και παρατήρησε ότι από το κατώφλι του πρόναου έβγαινε νερό που σχημάτιζε ένα ρυάκι. Λίγο πιο κάτω, το νερό αυξανόταν, χωρίς να χύνονται στο ρυάκι άλλα νερά. Η αύξηση του νερού ήταν συνεχής και τελικά το ρυάκι μεταβλήθηκε σε μεγάλο ποταμό, σε ορμητικό χείμαρρο, στις όχθες του οποίου εμφανίστηκαν πολλά δέντρα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα υπέροχο φυσικό τοπίο. Ο ποταμός αυτός είναι τύπος του Χριστού και της διδασκαλίας του Ευαγγελίου. Ο Κύριος προήλθε από τους Ιουδαίους, όπως το νερό πήγαζε από τον ιουδαϊκό ναό. Ενώ αρχικά η διδασκαλία Του προσέλκυσε λίγους, αργότερα προσέλκυσε περισσότερους, και τελικά, σαν μεγάλος και ορμητικός ποταμός, επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο, δίδοντας καρπούς και δέντρα, τους αγίους. Ο υμνογράφος του Ακαθίστου Ύμνου, έχοντας κατά νουν τον ποταμό αυτό, ανυμνεί την Παναγία ως αυτή που ανάβλυσε τον "πολύρρυτον ποταμόν", αφού ανέτειλε πρώτα από αυτήν το πολύφωτον φως που φωτίζει τον κόσμο.
Σπουδαία είναι τα μηνύματα που πηγάζουν από αυτές τις δύο πανέμορφες αναφορές. Αν ακολουθούμε την ροή του ποταμού της πίστης στον Χριστό και το ευαγγέλιό Του, έχουμε την δυνατότητα να εμφυτευθούμε στα δέντρα της Εκκλησίας που αναφύονται στις όχθες του. Να ποτιστούμε από τον ποταμό. Να πάρουμε τις ευλογίες του: την αγάπη, την πίστη, την χαρά, την υπομονή, τον αγώνα εναντίον των παθών, την μετάνοια, την ταπείνωση, την ανάσταση. Ακόμη όμως κι αν από μόνοι μας δεν είμαστε ικανοί να ακολουθήσουμε το ρεύμα του ποταμού, αρκεί να είμαστε κοντά του. Η γη που βρίσκεται πέριξ ενός ποταμού ποτίζεται με τα νάματά του που απλώνονται υπόγεια. Αρκεί λοιπόν να είμαστε κοντά, να μην απομακρυνόμαστε σε γη άνυδρη: αυτή του εγωισμού, της πεποίθησης αποκλειστικά στις δυνάμεις μας, της αναζήτησης άλλων πηγών, άλλων φρεάτων, τα οποία και κόπο άσκοπο προϋποθέτουν και δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουν νερό που δροσίζει, ξεδιψά, γεννά καρπούς. Αν αφηνόμαστε στο φως του Χριστού, που είναι πολύφωτο, απλώνεται πολύ μακριά, και δεν μένουμε σε φώτα που μοιάζουν με λυχνάρια παραδομένα στην θύελλα του πρόσκαιρου ανέμου, τότε η καρδιά και η ύπαρξή μας θα φωτιστούν και θα γνωρίσουμε τον εαυτό μας, θα δούμε τον κόσμο με άλλα μάτια, αυτά της πίστης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χάνουμε την ευκαιρία να αξιοποιήσουμε ό,τι καλό. Ας μην ξεχνούμε ότι αν έχεις ως βάση σου το φως του Χριστού, τότε φωτίζονται και τα ανθρώπινα.
Στην οδό αυτή μήτρα ζωής γίνεται και για μας η Παναγία. Κατά τον Ευαγγελισμό της κατεστάθη ναός, όπως στο όραμα του Ιεζεκιήλ. Μέσα από αυτήν, μέσα από το ΝΑΙ στο θέλημα του Θεού, το αδύνατο κατέστη δυνατό. Για να γίνει όμως ναός, έζησε στον ναό. Απέκτησε ταυτότητα Θεοκεντρική. Πάλεψε με τα ανθρώπινα, με τα στοιχεία εκείνα που μοιάζουν οι μικροχαρές της ζωής, μας απομακρύνουν όμως από την μείζονα πορεία, που είναι η σχέση με τον Θεό και την αγάπη Του. Η Παναγία έζησε το μυστήριο της παρουσίας του Θεού εντός της. Συγκατένευσε και Εκείνος έγινε η ζωή της. Δεν είναι μόνο η ευγνωμοσύνη που της οφείλουμε. Είναι η προτροπή που λαμβάνουμε, μέσα από την χαρά της γιορτής της και της γιορτής όλου του κόσμου: ο Ευαγγελισμός της να είναι και δικός μας. Στις όχθες της Εκκλησίας να αφήσουμε τον εαυτό μας να ποτιστεί από την χαρά της πίστης και να καρπίσουμε σε έναν κόσμο που μοιάζει να απομακρύνεται από την Αλήθεια. Όμως, ένα δέντρο υγιές κάνει τον κόσμο να ανασαίνει. Ένας φως που γίνεται ελπίδα, λιγοστεύει το σκοτάδι. Ο καθένας μας ας διαλέξει!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός