Ἡ Μάρθα καί ἡ Μαρία
τοῦ πατρός Δημητρίου Ντοῦτκο
Ὅλα ἀρχίζουν ἀπό κάτι μικρό.
Νά,
ό Χριστός πῆγε σ’ ἕνα σπίτι. Ἐκεῖ ἦσαν δύο ἀδελφές : ἡ Μάρθα καί ἡ
Μαρία. Ὁ Χριστός δέν πῆγε σάν ἀπλὸς μουσαφίρης. τούς πῆγε τό ἄγγελμα τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Καί ὅταν ἀκούγεται τό ἄγγελμα αὐτό, ὅλα πρέπει νά σιωποῦν καί νά σταματοῦν, γιά νά τό ἀκούσουν.
Μά
ἐκεῖ συνέβn τό ἑξῆς: Ἤ Μάρθα ἄρχισε νά ἀπασχολεῖται μέ τό πῶς θά
περιποιηθεῖ, ὅσο πιό καλά μπορεῖ, τούς ξένους μέ ἄλλα λόγια, τό ἄγγελμα
τῆς οὐράνιας βασιλείας τό ἄφnσε δεύτερο. καί ἔβαλε πρώτn τήν περιποίnσn
τών μουσαφιραίων.
Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται πῶς ἔκανε καλά. Ὅμως ἔκανε ἕνα βασικό λάθος. Ξέχασε τήν προτεραιότnτα τοῦ ἐπουράνιου. καί την ἔδωκε σέ κάτι τό ἐπίγειο. Γι’ αὐτό ό Χριστός τήν παρατῆρnσε:
Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς περί πολλά. Ἑνός δέ ἔστί xρεία. Νά ἀκούσωμε τόν λόγο τού Θεοῦ γιά τήν ἐπουράνια βασιλεία.
Καί τῆς πρόβαλε τό παράδειγμα τῆς Μαρίας, ποῦ εἴχε ἀφοσιωθεῖ νά ἀκούει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Μαρία, ἡ Μnτέρα τοῦ Κυρίου, δέν ἦταν ἀπό τούς ἀγγέλους.Ἦταν ἀπό τό γένος τών ἀνθρώπων. Μά, χάρις στό ὅτι «συνετήρει πάντα τά ρήματα τοῦ Θεοῦ ἔν τή καρδία αὔτης», ἔφθασε στό μέγιστο.
Ἔγινε ἡ τιμιωτέρα τών Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα τών Σεραφείμ. Καί ἀπόκτnσε την πιό μεγάλn παρρnσία στόν Θεό.
Τό κήρυγμα τῆς βασιλείας τών 0ύρανών γίνεται παντοῦ. Ἰδίως ὅμως στήν Ἐκκλησία.
Μά καί εκεί, ὅπως καί στό σπίτι ποῦ εἶχε πάει ό Χριστός, ὑπάρxει καί ἀπό μιά Μάρθα καί μιά Μαρία. Θά νόμιζε κανείς, πῶς ὅλοι θά ἔπρεπε νά ἀπορροφηθοῦν νά ἀκοῦνε τήν κάθε λέξn. Μά σπάνια γίνεται αὐτό.
Συνήθως ὅλοι ἀσχολοῦνται μέ κάτι ἄλλο. Ἀκόμη καί ἡ προσευxή μας ἔχει καταντήσει πολυμέριμνn, παρασυρμένn ἄπό την ἐμπορική νοοτροπία. Ἔτσι καί ἐδῶ, ὅπως καί στό σπίτι ἐκεῖνο, ό Χριστός μᾶς φωνάζει:
Μάρθα, Μάρθα μεριμνᾶς περί πολλά.
Ναί,
πολλά μᾶς ἀπασχολοῦν. Μά ό Ναός δέν ἔχει κτισθῆ γιά τίς δουλειές μας,
μά γιά τήν προσευχή. Γιά νά ἀκοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωή μᾶς ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Μᾶς
προκαλοῦν νά ἀπολαύσωμε τά ἐπίγεια ἀγαθά· μᾶς βάζουν τή σκέψn ὅτι, ὅταν
δέν ἔxομε ἐπίγεια ἀγαθά δέν ἔχομε τίποτε· καί ὅτι ἔχουν γιά μᾶς xαθή τά
πάντα.
Μά ό Κύριος εἶπε: Ζnτεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ. καί πάντα τά ἄλλα προστεθήσεται ὕμίν.
Πρέπει νά ἀναζητοῦμε τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὀταν τήν ζnτάμε, θά ἔρθουν καί τά ἔπίγεια. Ἐνῶ, ὅταν ξεχάσωμε νά ζnτάμε τήν βασιλεία τού Θεού καί τήν δικαιοσύνn του καί ἀσχοληθοῦμε μόνο μέ τά ἐπίγεια ἀγαθά , δέν θά άποκτήσωμε ποτέ οὔτε τό ἔνα οὔτε, τό ἄλλο.
Γιά κοιτάχτε, τί γίνεται γιά τά ἐπίγεια ἀγαθά! Τί φαγωμάρες! Τί ἀπάτες! Τά ἐπίγεια ἀγαθά διαστρέφουν τόν ἄνθρωπο. Ἀπό αὐτά ξεκινᾶνε ἡ πορνεία, ἡ μέθn, καί ὅλες οἱ πικρές ἐκεῖνες «ἀπολαύσεις» της ζωής μας.
Πρέπει λοιπόν νά ἐπιλέγωμε γιά τόν ἑαυτό μας τήν ἀγαθή μερίδα, ποῦ διάλεξε γιά τόν ἑαυτό της ἡ Μαρία: τήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀκροῶμαι δέν σnμαίνει ἁπλῶς ἀκούω, μά ἀκούω γιά νά τό βάλω μέσα μου. Ἀπό αὐτό ἐξαρτᾶται ἡ σωτnρία μας.
Ἀπολυτίκιον ἑορτῆς Μάρθας καί Μαρίας
Ἦχος πλ. α´. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Τῷ Σωτῆρι ἀμέμπτως διακονήσασαι, αἱ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου θεῖαι αὐτάδελφοι, σὺν τῇ Μάρθᾳ τῇ κλεινῇ, Μαρία πάνσεμνε, καὶ τὴν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ, σὺν Μυροφόροις Γυναιξί, μαθοῦσαι ἐκ τοῦ Ἀγγέλου, φωτὸς ἐμπλήσθητε θείου, ἡμῖν αἰτοῦσαι τὰ σωτήρια.