π. Κων. Ν. Καλλιανός
(Παπα-Εὐαγγέλου Διομῆ, εὐλαβικό Μνημόσυνο)
Τό χωριό ἦταν μικρό, μέ λίγες ψυχές, βασανισμένες καί χτυπημένες ἀπό τήν ἀνέχεια καί τούς σεισμούς.
Μικροκαμωμένα ἦταν καί τά σπίτια, μέ λιγοστές ἀνέσεις, στενές κάμαρες κι ἀβάσταχτο πόνο πού φώλιαζε, ἐκτός ἀπό τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, καί στίς γωνιές τους, μαζί μέ τούς ἴσκιους καί τίς θαμπές τίς εἰκόνες, τίς σταλμένες ἀπ᾿ τό χτές, συντροφευμένες μέ τίς ἄυλες μορφές τῶν Προγόνων.
Ἐκεῖ ἐφημέρευε σέ χρόνια δύσκολα, καχεκτικά, φορτωμένα θλίψη καί μαράζι, ἕνας ἁπλοϊκός παπάς, ἔντιμος καί εὐλαβής.
Ὄχι, δέν εἶχε τήν καπατσοσύνη τοῦ παπα-Θανάση, πού μνημονεύει ὁ μακαριστός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, στό βιβλίο του Ὁ ἱερεύς τοῦ χωριοῦ, οὔτε καί τήν εὐστροφία του.
Εἶχε ὅμως τό προνόμιο νά κλαίει, ὅταν διάβαζε τά Εὐαγγέλια τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ καί νά συγκινεῖται πάλι μέχρι δακρύων, ὅταν ἔβλεπε μικρό παιδί, ἄρρωστο καί ‒φυσικά‒ νεκρό.
Τό ὄνομά του; Αὐτό δέν ἔχει σημασία. Γιατί δέν εἶναι ὄνομα μέ μεγαλεπήβολο ἔργο καί περγαμηνές….
Τό μόνο βέβαιο εἶναι πώς βρίσκεται «ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου … διά τήν μαρτυρίαν» (Ἀποκ. 6,9), τήν ὁποία ἔδωσε. Κι αὐτό, τελικά, εἶναι πού ἔχει καί τή σημασία του…
Πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι πού τόν περιγέλασαν, τόν καταφρόνησαν, τόν ὑποτίμησαν.
Κι ἐκεῖνος μάζευε τούς καημούς, τά φαρμάκια, τίς ὑποχρεώσεις, τίς φόρτωνε πάνω στό μικρό κι ἄκακο γαϊδουράκι του, πού τόν συνόδευε μέ τίς ὅποιες καιρικές συνθῆκες στά ἱερατικά του καθήκοντα, καί κινοῦσε σιωπηλός, γιά τό ἑπόμενο χωριό ὅπου θά ἔμενε.
(Κι ἐκεῖ μήπως λίγοι καημοί τόν περίμεναν; Τά κορίτσια μεγάλωναν κι ἔπρεπε νά ἀποκαταστηθοῦν· ὁ ἕνας γιός σπούδαζε, ὁ ἄλλος στήν ξενιτιά, τά ἐγγόνια περίμεναν κι αὐτά…)
Λειτουργοῦσε ἄψογα. Μέ προσεχτικές καί συμμαζεμένες κινήσεις, καλή καί ἤρεμη ἀπαγγελία τῶν εὐχῶν. Ὅπως, ἐπίσης, καί ἔψαλλε θαυμάσια.
Ἀλησμόνητα θά μείνουν ἐκεῖνα τά Δοξαστικά τῶν Αἴνων, ὅπως, ἐπίσης, καί τό γνωστό σέ ὅλους Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Κρατοῦσε, δέ, τό ὕφος τό εὐκατάνυκτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου εἶχε μάθει τή Βυζαντινή Μουσική.
Ὅταν πήγαινε ἐπισκέψεις σέ σπίτια, κυρίως γνωστῶν του ἐνοριτῶν, γιά κέρασμα προτιμοῦσε λίγο καλό μαῦρο κρασί ‒ὁ τόπος εἶχε ἄφθονα τότε καί καλά κρασιά ‒κι ἕνα κομμάτι ζυμωτό ψωμί.
Βουτοῦσε τό ψωμί στό κρασί καί στυλωνόταν. Τό καλοκαίρι, πάλι, τοῦ ἄρεσε τό φρέσκο, κρύο νερό ἀπό τή βρύση μέ τό γλυκό τό βύσσινο.
Οἱ δικοί του τό ξέρανε καί πάσχιζαν νά τόν εὐχαριστήσουν. Αὐτά, δέ, πού γράφω δέν εἶναι λόγια φαντασίας, ἀλλά γεγονότα πού ἔζησα κοντά του.
Θυμᾶμαι, ἀκόμα, τό δροσερό κέρασμα τῆς θειᾶς τῆς Ἄννας ἀπολείτουργα, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, πού γιόρταζε ὁ γιός της, μέ κεῖνο τό θεσπέσιο βύσσινο καί τό κρύο νερό ἀπό στάμνα φρεσκογεμισμένη ἀπό τήν πηγή.
Ὅπως καί τή γιαγιά μου πού, μόλις ἐρχόταν ὁ παπᾶς στό σπίτι, ἀμέσως τοῦ ἑτοίμαζε σέ καλό ποτηράκι τό κέρασμα καί μέσα σέ πιατάκι πρόσθετε μιά καλή «κόρα» ψωμιού. Κι ἐκεῖνος εὐχόταν καί εὐλογοῦσε…..
Στό Ἱερό Βῆμα κάθε Κυριακή καί γιορτή, ἰδιαίτερα, δέ, τή Μεγάλη Ἑβδομάδα μαζευόμασταν πολλά παιδιά, γιά νά βοηθήσουμε. Κάποιοι ἀπό μᾶς, ὅμως, καί γιά νά πειράξουν τόν παπά…
Κι ἐκεῖνος σπάνια μᾶς μάλωνε, γιατί ή ψυχή του ἦταν βαθιά πονεμένη ἀπό τά βάσανα καί τούς καημούς. Γιατί μόνον Ἐκεῖνος πού διακονοῦσε γνώριζε τόν σταυρό πού ἔφερε ὁ Γέροντας.
Μέ βαθύ πόνο μέσα του καί πολλές φορές μέσα σέ κλίμα μοναξιᾶς, παιδεμοῦ, γιατί δούλευε καί στά χτήματά του, ἀλλά καί ἐμπαιγμοῦ ἀπό κάποιους, πού νιώθανε πιό βολικά νά ὑποτιμοῦν τόν ἄλλον.
Ἔστω κι ἄν αὐτός ἦταν ὁ παπάς τους..
Ὑπάρχουν πολλά τεκμήρια ἀπό τόν πολυχρόνιο, ὄντως, βίο του. Ὅμως ἐδῶ θά ἀρκεστῶ νά καταθέσω κάποιες γραμμές ἀπό μιά ἐπιστολή πού ἔστειλε στόν σπουδαστή καί ὑποψήφιο κληρικό γιό του.
Ἐπιστολή γραμμένη ἐδῶ καί ἑξῆντα περίπου χρόνια, μέ πατρική ἀντίληψη, σοβαρότητα, γνήσιο ἱερατικό ἦθος καί συμβουλευτικό χαρακτῆρα.
Παραθέτω ἕνα τμῆμα της ὅπως εἶναι στό πρωτότυπο, «εἰς τιμήν καί μνήμην…»:
«… Εἴμεθα πολύ εὐχαριστημένοι πού ἔχεις ἀδελφικήν φιλίαν καί ἀγάπην μέ τούς συμμαθητάς σου καί ὅτι ἀλληλοβοηθεῖσθε…καθότι θεῖος προορισμός ὅν ἐπιθυμεῖτε τοιούτως ἐπιβάλλεται ὑμῖν, ἵνα ἐκπληρῆτε ὡς μέλλοντες λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου.
Οἱ κληρικοί ὠφείλουσι εἰς τήν κοινωνίαν νά εἶνε τό φῶς, ‘ ἵνα βλέπωσι οἱ ἄνθρωποι τά καλά αὐτῶν ἔργα καί δοξάζωσιν τόν Πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς’.
Ἐν τῷ ἱερῷ Εὐαγγελίῳ λέγει ‘οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσι ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς’.
Τό θεῖον ἀξίωμα τοῦ ἱερέως εἶνε ἀσυγκρίτως πιό ὑψηλόν καί ἱερόν ἀπό τά ἄλλα κοσμικά ἐπαγγέλματα. Μετάδος τάς εὐχάς μου εἰς τούς εὐεργέτας ἱεροδιδασκάλους σου…».
Ποιός ξέρει… Ἴσως ἐμεῖς, οἱ νεώτεροι καί πιό καταρτισμένοι, πού ξέρουμε νά χειριζόμαστε καλύτερα τόν λόγο καί θηρεύουμε μέ προσοχή τίς λέξεις (μήν ἀστοχώντας, ὡστόσο, πίσω ἀπ᾿ αὐτές, νά κρύβουμε τίς ρομφαῖες τῆς ἐμπάθειας ἤ τῆς κενοδοξίας μας) νά διδαχτοῦμε ἀπό τόν ὀλιγογράμματο αὐτόν παπά: εἰλικρίνεια, γνήσιο ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί ‒προπάντων‒ ἁπλότητα!