"Ὅταν οἱ ἐθνικοὶ ποὺ δὲν ἔχουν τὸν νόμο, ἐφαρμόζουν τίς διατάξεις τοῦ νόμου ἐκ φύσεως, τότε, ἂν καὶ δὲν ἔχουν νόμο, ἔχουν τὸν ἑαυτό τους ὡς νόμο, διότι ἀποδεικνύουν ὅτι τὸ ἔργο ποὺ ζητεῖ ὁ νόμος εἶναι γραμμένο στὶς καρδιές τους. Ταυτόχρονα ἐπιμαρτυρεῖ καὶ ἡ συνείδησή τους, καὶ οἱ σκέψεις τους μεταξύ τους κατηγοροῦν ἢ καὶ ἀπολογοῦνται".
Η χριστιανική πίστη ανοίγει τον ορίζοντα της θέασης του κάθε ανθρώπου ως εικόνας του Θεού. Παρότι η ανάγκη για "ανήκειν" είναι δεδομένη, διότι ο άνθρωπος μόνο στην πόλη, στην κοινότητα, στην κοινωνία μπορεί να σχετιστεί, να δει την αλήθεια του και τις αλήθειες του κόσμου μέσα από τον διάλογο με τον πλησίον, οικείο ή και ξένο, εντούτοις, εάν λείπει από την καρδιά του η πίστη ότι είναι εικόνα Θεού τόσο ο ίδιος όσο και ο κάθε συνάνθρωπός του, τότε το ανήκειν γίνεται στενό, κλειστό, αυτοβεβαιωτικό, κάποτε αγχωτικό. Δεν μιλάμε για ιδανικούς κόσμους. Είναι δεδομένο ότι πρέπει να προστατεύουμε τα "ανήκειν" μας. Αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι σε υποδούλωση, ακριβώς διότι ο κόσμος μας δεν είναι ιδανικός και διότι αυτοί που επενδύουν στο "ανήκειν" τους έχουν τον μεγάλο πειρασμό να προσθέσουν σε αυτά και άλλους, όχι απαραίτητα με τη θέλησή τους. Στην περίπτωση της πίστης μάλιστα συνυπολογίζεται και η αίσθηση της βεβαιότητας ότι όλα γίνονται για το καλό όλων. Το να γίνει κάποιος χριστιανός, ανεξαρτήτως αν το θέλει ή όχι, όφελος είναι. Το ζήσαμε στις Σταυροφορίες. Το ζήσαμε στον εκχριστιανισμό της Αφρικής από την αποικιοκρατία. Το ζήσαμε στον εκχριστιανισμό της Αμερικής. Το ζούμε σε κάθε περίπτωση φανατισμού. Σε μεγαλύτερη ένταση αυτό γίνεται στο Ισλάμ και σε κάθε φονταμενταλιστική ομάδα, η οποία αναπαύεται με την αίσθηση ότι το ""ανήκειν" της είναι η επιθυμία του θεού της για όλο τον κόσμο, παραθεωρώντας την ελευθερία του άλλου.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Ρωμαίους, επισημαίνει, κάνοντας μια σύγκριση ανάμεσα στους εθνικούς, στους ειδωλολάτρες δηλαδή, και στους Ιουδαίους, που είχαν τον μωσαϊκό νόμο ως βάση της πίστης τους, πως και οι ειδωλολάτρες τηρούσαν στην πραγματικότητα τις κύριες διατάξεις του μωσαϊκού νόμου, επειδή τις είχαν στην καρδιά τους. Ο νόμος ήταν σε όλα του τα σημεία έκφραση μιας πανανθρώπινης ηθικής, η οποία ήταν η βάση όχι μόνο για να συναντήσει ο άνθρωπος τον Θεό, αλλά και για να μπορέσει να συνυπάρξει κοινωνικά. Ιδίως τα "ου φονεύσεις", "ου κλέψεις", "ου μοιχεύσεις, "ου ψευδομαρτυρήσεις", "ουκ επιθυμήσεις όσα του πλησίον σου εστί" δεν μπορεί παρά να είναι εντολές που αποτυπώνουν τον τρόπο του συν-ανήκειν, τον σεβασμό στον άλλον, την αναγκαιότητα ακόμη και της συν-χώρησης, τα όρια στα οποία φτάνει η ελευθερία μας.
Η πίστη του Αποστόλου Παύλου, η πίστη της Εκκλησίας, πηγάζει από το ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα Θεού. Ο κάθε άνθρωπος. Και στην εικόνα του ο Θεός έδωσε δικά του στοιχεία: την αγάπη και την ελευθερία, το λογικό, το αίσθημα της διαφορετικότητας, την δίψα για σχέση και συνύπαρξη, την συνείδηση, η οποία επιμαρτυρεί για το αν τηρούνται τα όρια ή όχι και βάζει τον άνθρωπο σε αυτοκριτική και τον οδηγεί στην επιστροφή ή αναγκάζει τον άνθρωπο να την φιμώσει, για να μην τον ενοχλεί. Οι ψυχαναλυτές που ακολουθούν τον Freud πιστεύουν πως η συνείδηση κατασκευάζεται, δεν υπάρχει εκ φύσεως, διότι δεν θέλουν να αποδεχτούν την ύπαρξη του Θεού. Για την θεολογία όμως αυτή η ερμηνεία δεν είναι αρκετή. Η συνείδηση προφανώς και ενισχύεται από το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον του ανθρώπου. Όμως δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι ο άνθρωπος είναι tabula rasa, λευκό χαρτί, ότι δεν έχει καταβολές όχι μόνο εκ των γονέων του, αλλά και εκ του Θεού. Αντίστοιχη είναι η άρνησή μας να δεχτούμε ότι ο άνθρωπος υπάρχει γεννημένος για να πράττει το κακό. Για την πίστη μας το κακό είναι παρυπόσταση. Γεννηθήκαμε για να ακούμε την συνείδησή μας, να έχουμε το όριο της αγάπης και αυτό είναι η δωρεά της ελευθερίας που μας δόθηκε. Το τι πράττουμε είναι επιλογή μας, η οποία ενισχύεται είτε προς την κατεύθυνση του αγαθού, μέσα από την μετοχή μας στην Εκκλησία, μέσα από την παιδεία και την οικογένεια, είτε προς την άρνηση του αγαθού, δηλαδή το κακό, όταν πρυτανεύει το εγώ, το οποίο δεν βλέπει παραδείγματα υγιή ούτε εκπαιδεύεται, αλλά κάνει τον άνθρωπο να κατευθυνθεί σε μια λογική επιβίωσης και εξουσίας.
Ο απόστολος Παύλος μας υπενθυμίζει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι οικείος. Μπορεί να μετάσχει στην σωτηρία, ακόμη κι αν δεν έχει γνωρίσει τον αληθινό Θεό. Η εικόνα του Θεού θα υπάρχει αιωνίως μέσα του και σωματικά και ψυχικά. Στο χέρι μας είναι ως χριστιανοί να επιλέξουμε τόσο να την κρατάμε ζώσα εντός μας, όσο και να βοηθούμε με ένα πιο ανοιχτό "ανήκειν" τους συνανθρώπους μας να την συνειδητοποιήσουν. Κι εδώ το κλειδί ήταν, είναι και θα είναι η αγάπη, η οποία μας κάνει να μπορούμε να αντέξουμε στον πειρασμό του κλειστού και συχνά επιθετικού "ανήκειν".
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός