Πραγματική, αληθινή ιστορία από τόν μακαριστό Μητροπολίτη Κεφαλληνίας π. Γεράσιμο Φωκά:
– «Ήταν παραμονές Χριστουγέννων· Δεκέμβρης του 2000, ήμουν στά βόρεια προάστεια τής Αττικής.
Γιά πολλά χρόνια έβλεπα τόν συμπαθή καστανά πού στεκόταν στήν άκρη τού πεζοδρομίου, ψήνοντας κάστανα τίς κρύες μέρες καί νύχτες τού χειμώνα καί καλαμπόκια τίς καλοκαιρινές βραδιές.
Πλησίασα ν᾿ αγοράσω κάστανα γιά τή συχωρεμένη τη γιαγιά μου, τή Στυλιανή, πού τόσο αγαπούσα.
Καθώς ο ηλικιωμένος καστανάς γέμιζε ένα χάρτινο σακουλάκι μέ φρεσκοψημένα αχνιστά κάστανα, παρατήρησα τόν μικρό Σταυρό πού είχε πρόχειρα ζωγραφίσει μέ στυλό μπροστά στό καπέλο του.
Ίσως γιατί ή ματιά μου ήταν επίμονη, ίσως γιατί ό Κύριος τόν «ανάγκασε», ό καστανάς πρόσεξε, ότι ή ματιά μου στάθηκε στόν Σταυρό, καί μέ κοίταξε βαθιά δίνοντάς μου τό παραγεμισμένο σακουλάκι μέ τά κάστανα.
Φεύγοντας, πρόλαβα κι είδα ένα δάκρυ, νά κυλάει από τήν άκρη τού ματιού του. Κοντοστάθηκα αμήχανα, νιώθοντας, ότι τό βλέμμα μου ήταν ή αφορμή.
Γρήγορα, τό δάκρυ έγινε κλάμα καί τό κλάμα λυγμός.
Έμεινα αποσβολωμένος!
Συγκλονιστικό τό θέαμα ενός γέροντα πού κλαίει.
Περαστικοί βλέποντας τή σκηνή πλησίασαν κι όλοι μαζί προσπαθήσαμε νά συνεφέρουμε τόν γέρο-καστανά, ό οποίος δέν μπορούσε νά σταματήσει τό κλάμα.
Βρέθηκα νά κάθομαι μουδιασμένος καί σιωπηλός δίπλα του, κάτω από έναν γέρο-πλάτανο.
Εκεί ό καστανάς άρχισε γενναιόδωρα, νά μού εξιστορεί τή ζωή του καί ουσιαστικά νά εξομολογείται:
-«Εμένα, πού μέ βλέπεις, πάτερ μου, είμαι ό χειρότερος άνθρωπος τού κόσμου.
Ναί. Ναί. Μή σού φαίνεται περίεργο.
Είμαι ό χειρότερος άνθρωπος στόν κόσμο.
Έχω κάνει πάρα πολύ άσχημα πράγματα.
Έκλεβα· έκλεβα τά παγκάρια τών εκκλησιών, τά λάδια τους, τίς άγιες εικόνες, μά πρωτίστως …βλαστημούσα.
Έβριζα τόν Κύριο Ιησού Χριστό·
έβριζα τή Μητέρα Του· έβριζα τούς Αγίους.
Δέν είχα ούτε ιερό, ούτε όσιο.
Ένα πρωινό, παιδί μου, όμως, εκεί πού καθόμουν στό σπίτι μου, ούτε ξαπλωμένος, ούτε σέ κατάσταση ύπνου, φάνηκαν μπροστά μου δύο ασπροφορεμένοι.
Ήταν Άγγελοι, αλλά πού νά τό καταλάβω εγώ…
Μού είπαν:
-«Έλα, Πέτρε· σέ ζητούν».
Καί χωρίς νά τό σκεφτώ ξεκίνησα.
Αρχίσαμε κάπου νά ανεβαίνουμε· εγώ μπροστά καί αυτοί ακολουθούσαν.
Προχωρούσαμε, προχωρούσαμε, ώσπου ένιωσα, ότι φτάσαμε στό τέρμα πάτερ μου.
Ναί· υπάρχει τέρμα.
Δέν ξέρω· τρίτο, τέταρτο ουρανό τό λένε, μά υπάρχει τέρμα.
Τό ένιωσα.
Δεξιά άκουγα φωνές, κλάματα, οδυρμό.
Έστριψα πρός τά ’κεί.
Οί Άγγελοι μέ εμπόδισαν:
– «Δέν είναι αυτός ό προορισμός μας».
Συνέχισα νά υπακούω καί προχώρησα πρός τά αριστερά, όπου επικρατούσε ησυχία. Εμφανίστηκε μπροστά μου ένα φωτεινό κτήριο, σάν τήν Ακρόπολη, έντονα λαμπερό.
Μπήκαμε μέσα και ’κεί είδα μιά μεγάλη Τράπεζα, ολοφώτεινη κι αυτή· καί μπροστά της έναν λαμπερό Θρόνο.
Όλα άστραφταν.
-«Προσκύνησε», μου είπαν επιτακτικά οί ασπροφορεμένοι.
-«Ποιόν νά προσκυνήσω;», αποκρίθηκα.
-«Προσκύνησε», επανέλαβαν.
-«Μά ποιόν νά προσκυνήσω; δέν είναι κανείς εδώ», απόρησα.
-«Τελευταία σου ευκαιρία, Πέτρε. Προσκύνησε», επανέλαβαν έντονα αυτή τή φορά.
Νιώθοντας, ότι αυτή ήταν όντως ή τελευταία μου ευκαιρία, γονάτισα καί προσκύνησα μέχρι κάτω.
Όταν σήκωσα το κεφάλι μου, ποιον λες, πάτερ μου, ότι είδα, ποιόν;
είπε ο γέροντας και ξέσπασε σε λυγμούς…
Είδα Αυτόν, που έκλεβα τόσο καιρό·
Αυτόν, που ήταν ζωγραφισμένος στις εικόνες·
Αυτόν, που βλαστημούσα…
Ναι, πάτερ μου, Αυτόν…
Η όψη Του είναι τρομερή.
Δεν μπορείς να Τον κοιτάξεις.
Δεν μπορείς…
-«Πέτρε, εδώ που μπήκες, κοίταξες τι έγραφε στην πόρτα;»
με ρώτησε ο Κύριος με δυνατή φωνή, που αντηχούσε στα βάθη της καρδιάς μου.
-«Όχι, Κύριε», είπα τρέμοντας.
-«Πήγαινε, Πέτρε, κοίταξε τι ακριβώς γράφει πάνω από την πόρτα κι έλα πάλι εδώ».
Πήγα, και είδα τι έγραφε
«Ουαί εκ Θεού·
Ουαί εκ Θεού·
Ουαί εκ Θεού».
Ξαναμπήκα κι έφτασα πάλι μπροστά στον Θρόνο.
-«Είδα, Κύριε», είπα σαστισμένος και με αγωνία.
-«Πέτρε, γνωρίζω όλα, όσα έχεις κάνει.
Ένα θέλω μόνο να σε ρωτήσω:
Γιατί βρίζεις τη Μητέρα Μου;».
Πάγωσα.
Δεν μπορούσα να σταθώ.
Δε με χωρούσε ο τόπος.
Ήθελα να χαθώ.
Δεν άντεχα την ερώτηση μήτε την απάντηση, αν και ήταν τόσο απλή:
«Δεν έχω λόγο, που τη βρίζω. Δεν μου ’κανε κάτι».
Πώς όμως μπορούσα να την ξεστομίσω σ᾿ Αυτόν που τα γνωρίζει όλα…;
Ήθελα πραγματικά να ανοίξει η γη …
-μα ποια γη;
Δεν ήμουν πλέον στη γη…
Ο Κύριος συνέχισε:
-«Πέτρε, την ώρα που εσύ την έβριζες κι έκανες όλα αυτά τα αίσχη, η Παναγία Μητέρα Μου, ήταν γονατιστή μπροστά Μου και προσευχόταν για ’σένα· ειδικά για ’σένα, Πέτρε. Καταλαβαίνεις;
Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να εξιλεωθείς για όλα όσα έπραξες. Θα επιστρέψεις πίσω στην καθημερινότητά σου και θα δουλεύεις κάθε μέρα· απαρέγκλιτα κάθε μέρα του χρόνου.
Για σένα δε θα υπάρχουν γιορτές και σχόλες.
Τις Κυριακές και τις γιορτές θα πηγαίνεις πρώτα στην εκκλησία και μετά θα δουλεύεις.
Και πρόσεξε· δε θα λείψεις ούτε μια μέρα» είπε και μου επέτρεψε να γυρίσω πίσω.
Έτσι κι έγινε, παιδί μου.
40 χρόνια τώρα δουλεύω κάθε μέρα·
το χειμώνα κάστανα και το καλοκαίρι καλαμπόκια.
Πρώτα Λειτουργία την Κυριακή και τις γιορτές και μετά πάλι στη δουλειά.
Δε με πειράζει, αρκεί που κάνω αυτό που μού ζήτησε ο Κύριος.
Κι αν με ρωτάς, ναι, είναι πολύ δύσκολο.
Κυρίως γιατί μού παραπονιέται η γυναίκα μου που δεν την πάω διακοπές:
«Κι εγώ άνθρωπος είμαι», μού λέει.
Και η κόρη μου επίσης:
«Γιατί μπαμπά δεν με πας καμιά βόλτα;
Μια φορά διακοπές δεν έχουμε πάει μαζί κάπου, να κάνουμε ένα μπάνιο…».
Μα, μπορώ, παιδί μου, να σταματήσω, να δουλεύω;
Μπορώ, να παρακούσω τον Κύριο;
Μήτε μπορώ μήτε θέλω.
Ποτέ δε θα το κάνω.
Γι’ αυτό με βλέπεις εδώ, κάθε μέρα, τόσα χρόνια…
Όσα ακούς, ισχύουν.
Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος τής δόξης!
Και είναι φοβερός στην όψη.
Είναι πρωτίστως όμως, Θεός αγάπης.
Αγάπης ακόμη και προς εμένα τον αμαρτωλό, τον χειρότερο άνθρωπο τού κόσμου…
Είδα μόνο μία φορά ξανά τον μπαρμπα-Πέτρο, τον καστανά.
Αργότερα έμαθα ότι κοιμήθηκε.
Σίγουρα βρίσκεται πλέον κοντά στον κοινό Κύριό μας· Αυτόν, που τον συγχώρησε, εισακούοντας την γλυκύτατη Μητέρα Του, και που τον χειραγώγησε στη μετάνοια, χαρίζοντάς του το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο των δώρων…
την αιώνια ζωή!
Μακάρι όλοι να έχουμε τη μετάνοιά του…