Του Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ. Σεραφείμ
Γράφοντας ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός για τους «θεράποντας και φίλους και υιούς του Θεού χρηματίσαντας», δηλαδή τους Αγίους, τους ονομάζει θησαυροφυλάκια του Θεού και καθαρά καταλύματα : «Αυτοί
έχουν γίνει θησαυροφυλάκια του Θεού και καθαρά καταλύματα •
<Ενοικήσω γαρ αυτοίς και εμπεριπατήσω>, λέγει ο Θεός, , <και
έσομαι αυτών Θεός>. Ότι βέβαια <ψυχαί δικαίων εν χειρί Θεού, και
ου μη άψηται αυτών ο θάνατος> λέγει η θεία Γραφή • διότι ο θάνατος
των Αγίων είναι μάλλον ύπνος παρά θάνατος • <Εκοπίασαν γαρ εις τον
αιώνα και ζήσονται εις τέλος>. Και <Τίμιος εναντίον Κυρίου ο
θάνατος των οσίων αυτού>. Λοιπόν τι πολυτιμότερον υπάρχει από το να
είναι κανείς μέσα εις το χέρι του Θεού; Διότι ο Θεός είναι ζωή και φως,
και αυτοί που είναι μέσα εις το χέρι του Θεού, είναι μέσα εις την ζωήν
και μέσα εις το φως».
Πρώτον. Οι Άγιοι, «τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου»
κατά την έκφραση του ιερού υμνογράφου, είναι αυτοί που στολίζουν τη γη
και με το δραστικό τους άρωμα προλαμβάνουν τη σήψη της αμαρτίας. Είναι
αυτοί που έγιναν κατά το λόγο του Κυρίου «πόλις επάνω όρους κειμένη», αλλά συγχρόνως και «το άλας της γης».
Έτσι διατηρούν τον κόσμο στην υγεία και στη ζωτικότητά του και τον
ομορφαίνουν με τη ζωντανή τους παρουσία. Ένας Άγιος είναι «μικρά ζύμη» κατά την έκφραση του Αποστόλου Παύλου που ζυμώνει όλο το φύραμα της κοινωνίας.
Δεύτερον. Οι Άγιοι είναι το φως του κόσμου, σύμφωνα με το λόγο του Χριστού «Υμείς εστέ το φως του κόσμου».
Και, όπως το φως έχει τρεις βασικές ιδιότητες : να φωτίζει, να
ζεσταίνει και να απολυμαίνει, έτσι και τα πρόσωπα των Αγίων ανοίγουν
φωτεινούς ορίζοντες, γίνονται σηματοδότες μέσα στο σκοτάδι του κόσμου
από την παρουσία της αμαρτίας και της αποστασίας από το Θεό.
Γίνονται «αστέρες πολύφωτοι», που
δείχνουν στον κάθε οδοιπόρο αυτής της ζωής ότι πέρα από αυτά που βλέπει
με τα μάτια του, αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του και σκέπτεται με τη
λογική του, υπάρχει ο κόσμος της αιωνιότητος, που είναι η Βασιλεία του
Θεού και η οποία δεν είναι «βρώσις και πόσις», αλλά «δικαιοσύνη και
άσκησις συν αγιασμώ».
Τρίτον. Οι Άγιοι είναι τα δένδρα «τα πεφυτευμένα παρά τας διεξόδους των υδάτων»
τα αειθαλή και ευσκιόφυλλα, τα οποία προσφέρουν αναψυχή στην έρημο της
ζωής και στη μέλαινα και ζοφώδη του βίου θάλασσα, χαρίζοντας δροσιά και
καρπούς πνευματικούς αποτελώντας συγχρόνως υποδείγματα ανιδιοτελούς
αγάπης και αγιότητος.
Ο θεοφόρος Δαμασκηνός τους ονομάζει «θεούς και βασιλείς και
κυρίους, όχι κατά την φύσιν των, αλλά επειδή έγιναν βασιλείς και κύριοι
των παθών των και διεφύλαξαν απαραχάρακτον την ομοίωσιν της θείας
εικόνος … και επειδή ενώθηκαν με το Θεό σύμφωνα με την προαίρεσίν των
και εδέχθησαν Αυτόν να κατοικήσει μέσα των και έγιναν με την κοινωνίαν
Του κατά χάριν αυτό που είναι ο Ίδιος κατά φύσιν».
Τέταρτον. Οι Άγιοι είναι οι εκλεκτοί του Θεού, που
εμφανίζουν στον κόσμο τα δικαιώματά Του. Αρνήθηκαν το δικό τους δικαίωμα
και κράτησαν τα δικαιώματα του Θεού σύμφωνα με το λόγο του Προφήτου
Δαβίδ «Έκλινα την καρδίαν μου του ποιήσαι τα δικαιώματά σου εις τον αιώνα δι’ αντάμειψιν».
Πέμπτον. Τα προσόντα τους. Δεν είχαν τίποτα δικό τους «ως μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες». Ο Θεός όμως «επείρασεν αυτούς…, ως χρυσόν εν χωνευτηρίω εδοκίμασεν αυτούς και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτούς».
Οι εμπαιγμοί, οι μάστιγες, τα δεσμά, οι φυλακίσεις, οι στερήσεις, οι
θλίψεις, οι κακουχίες, η ερημιά και τα όρη, τα σπήλαια και οι οπές της
γης, όπως τα περιγράφει και πάλι στην Προς Εβραίους επιστολή του ο
Απόστολος Παύλος, είναι ο κλήρος τους και τα στίγματα του Χριστού που βάστασαν στα οστράκινα σκεύη τους.
Έτσι έγιναν οι μιμηταί Χριστού, οι «εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι», που ενεδύθησαν τον Κύριο Ιησού Χριστό
και αντέγραψαν το Ευαγγέλιο. Αν θέλουμε να πούμε ότι το Ευαγγέλιο είναι
εφαρμόσιμο σε κάθε εποχή, θα δείξουμε τα πρόσωπα των Αγίων, αφού μέχρι
σήμερα έχουμε και θα έχουμε Αγίους μέχρι της συντελείας του αιώνος.
Με την παρουσία τους και την αγιοπνευματική τους εμπειρία αποτελούν
την ελπίδα του κόσμου, διότι πολιτεύθηκαν εν Χριστώ και για το Χριστό.
Μας παρηγορούν και μας ενισχύουν τις ώρες των πειρασμών και είναι για
μας οι θερμότατοι πρεσβευτές στο Θρόνο της Θείας Μεγαλωσύνης.
Γράφει και πάλι ο θεοφόρος Νείλος της Δαμασκού: «Πόσον θα
εκοπίαζες δια να εύρης προστάτην να σε παρουσιάση εις θνητόν βασιλέα και
να ομιλήση εις αυτόν προς χάριν σου; Λοιπόν, δεν πρέπει να τιμώμεν τους
προστάτας όλου του ανθρωπίνου γένους, που παρακαλούν τον Θεόν προς
χάριν μας; Μάλιστα, πρέπει να τους τιμώμεν … και εις αυτήν (την μνήμην
των) να ευφραινώμεθα πνευματικώς».
Αν όλοι οι Άγιοι ανήκουν στην οικουμενική Ορθοδοξία, εν τούτοις κάθε
τόπος έχει και τους δικούς του προστάτες και φύλακες. Και η Βυζαντινή
Καστοριά, η πόλη και η επαρχία με την ιστορία και τους θρύλους, έχει τα
δικά της παιδιά.
Τιμάται σ’ αυτήν ιδιαιτέρως η Θεοτόκος, η μητέρα του Θεού, η έχουσα,
κατά τον Άγιο Ανδρέα Επίσκοπο Κρήτης, τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος.
Εξέχουσα θέση κατέχει ο σύλλογος των Αγίων Ιεραρχών Νικολάου
Αρχιεπισκόπου Μύρων και Σπυρίδωνος Επισκόπου Τριμυθούντος των
Θαυματουργών, Γρηγορίου του Παλαμά του πρωτοτιμηθέντος στην Καστοριά,
Θεοδοσίου του εκ Κορησού Μητροπολίτου Τραπεζούντος και Γερασίμου του
Παλαδά Μητροπολίτου Καστορίας.
Ακολουθούν ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς μαζί με τους Μάρτυρες και
Ομολογητές της πίστεώς μας : Ιάκωβο τον εκ Καστορίας και εν
Ανδριανουπόλει μαρτηρήσαντα μετά των δύο μαθητών του Ιάκωβο και
Διονύσιο, Μάρκο τον εκ Κλεισούρας και εν Άργει Ορεστικώ μαρτυρήσαντα,
Νούλτζο τον εν Καστορία μαρτυρήσαντα μετά δύο συγγενών του, Γεώργιο τον
Καστοριανό εξ Αγαρηνών, Κοσμά τον Αιτωλό, Νικόδημο τον εκ Βυθκουκίου και
εν Βερατίω μαρτυρήσαντα, Βασίλειο Ιερέα τον εν Χιλιοδένδρω Καστορίας
μαρτυρήσαντα και Πλάτωνα Αϊβαζίδη, Πρωτοσύγκελλο της Μητροπόλεως
Καστορίας και εν Αμασεία μαρτυρήσαντα.
Συμπληρώνουν τη χορεία των Αγίων οι Όσιοι Πατέρες Νικάνωρ ο
Θαυματουργός, Διονύσιος ο εν Ολύμπω, Διονύσιος ο εκ Κορησού και κτίτωρ
της ομωνύμου Μονής του Αγίου Όρους, Ναούμ ο μαθητής των Αγίων Κυρίλλου
και Μεθοδίου, Νικόδημος ο εν Τισμάνα της Ρουμανίας του οποίου ο πατέρας
ήταν Καστοριανός, Ιωάσαφ ο κτίτωρ του Μεγάλου Μετεώρου συναυτοκράτωρ
Καστοριάς, Ιωάννης ο Βατάτζης ο Ελεήμων, Νεκτάριος ο Καρεώτης το
καλλώπισμα της Μονής των Αγίων Αναργύρων και η νεοφανής και θαυματουργός
Οσία Σοφία από την Κλεισούρα.
Όλοι αυτοί υψώνουν οδοφράγματα στην παμμόχθηρη αμαρτία, ραντίζουν τη
ζωή μας με το Άγιο Πνεύμα, ακούν τις φωνές και τις παρακλήσεις μας, μας
παρέχουν με τις δικές τους πρεσβείες προς τον Άγιο Τριαδικό Θεό τα προς
σωτηρίαν αιτήματα και συγχρόνως μας υπενθυμίζουν ότι πρέπει να
πολιτευόμαστε αξίως του Ευαγγελίου του Χριστού.
«Καστοριέων τους ενθέρμους αντιλήπτορας, ποικίλοις χρόνοις και
καιροίς τους διαπρέψαντας, και Χριστώ ευαρεστήσαντες πολιτεία, διαυγεί
και αρετής σεπτοίς παλαίσμασι, μελωδίαις ιεραίς ανευφημήσωμεν, πόθω
κράζοντες• Χαίροις, Άγιον άθροισμα».